στοίβα στοί-βα ουσ. (θηλ.) 1. σωρός από παρόμοια αντικείμενα τοποθετημένα το ένα πάνω στο άλλο ή αφημένα πρόχειρα κάπου: ~ από βιβλία/γράμματα/ρούχα/χαρτιά. Στον νεροχύτη τα πιάτα είχαν κάνει/ήταν ~. Έκανε τα τούβλα δυο ~ες. Έχει μια ~ παιχνίδια (= πολλά). Πβ. ντάνα, πάκο, στήλη.2. ΠΛΗΡΟΦ. μνήμη υπολογιστή για προσωρινή αποθήκευση, στην οποία το στοιχείο που καταχωρείται τελευταίο, ανακτάται πρώτο: ~ δεδομένων. Αρχιτεκτονική ~ας. [< 2: αγγλ. stack, 1960]
στοίβαγμα στοί-βαγ-μα ουσ. (ουδ.) 1. τοποθέτηση αντικειμένων σε στοίβες: ~ των δεμάτων/κουτιών/ξύλων/συσκευασιών/τσουβαλιών. ~ των φρούτων σε κασόνια.2. συγκέντρωση σε πολύ μικρό χώρο: ~ των κρατουμένων στα κελιά/των τροφίμων στο ψυγείο. ~ στα γήπεδα/στα λεωφορεία/στις ουρές/στις παραλίες. Πβ. συσσώρευση, τσουβάλιασμα.
στοιβάζω στοι-βά-ζω ρ. (μτβ.) {στοίβα-ξα, -χτηκα, -γμένος, στοιβάζ-οντας} 1. τοποθετώ πλήθος αντικειμένων το ένα πάνω στο άλλο: ~ξε τα βιβλία στα ράφια/τα κιβώτια σε μια γωνιά/τα πιάτα στον νεροχύτη. ~ξε τις καρέκλες σε ντάνες. ~ξαν τις κούτες σε αποθήκες. Πβ. συσσωρεύω, σωριάζω, ταξινομώ.2. συγκεντρώνω πολλά πράγματα σε πολύ μικρό χώρο: ~ξε όλα της τα υπάρχοντα σε ένα μπαούλο. Καθημερινά ~ονται στα λεωφορεία (πβ. συνωστίζομαι). Χιλιάδες άνθρωποι ~χτηκαν σε πολυκατοικίες-κουτιά. Ζουν ~γμένοι σαν ζώα/σαρδέλες. Πβ. στριμώχνω. [< 1: μτγν. στοιβάζω]
στοιβασία στοι-βα-σί-α ουσ. (θηλ.): ΝΑΥΤ. κανονική, σύμφωνη με τη διάταξη του πλοίου κατανομή του έρματος και του φορτίου για την αποφυγή μετακίνησής τους κατά τον κλυδωνισμό: κακή ~. ~ δεμάτων/κιβωτίων/παλετών/συσκευασιών. ~ στο αμπάρι. Υπάρχουν κενά στη ~. Βλ. πρόσδεση, στερέωση. [< μτγν. στοιβασία 'στοίβαγμα', γαλλ. arrimage]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.