Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • στοιβάζω στοι-βά-ζω ρ. (μτβ.) {στοίβα-ξα, -χτηκα, -γμένος, στοιβάζ-οντας} 1. τοποθετώ πλήθος αντικειμένων το ένα πάνω στο άλλο: ~ξε τα βιβλία στα ράφια/τα κιβώτια σε μια γωνιά/τα πιάτα στον νεροχύτη. ~ξε τις καρέκλες σε ντάνες. ~ξαν τις κούτες σε αποθήκες. Πβ. συσσωρεύω, σωριάζω, ταξινομώ. 2. συγκεντρώνω πολλά πράγματα σε πολύ μικρό χώρο: ~ξε όλα της τα υπάρχοντα σε ένα μπαούλο. Καθημερινά ~ονται στα λεωφορεία (πβ. συνωστίζομαι). Χιλιάδες άνθρωποι ~χτηκαν σε πολυκατοικίες-κουτιά. Ζουν ~γμένοι σαν ζώα/σαρδέλες. Πβ. στριμώχνω. [< 1: μτγν. στοιβάζω]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.