Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 9 εγγραφές  [0-9]


  • στοιχειό στοι-χειό ουσ. (ουδ.) 1. ΛΑΟΓΡ. πνεύμα νεκρού ανθρώπου ή ζώου που κατοικεί και προστατεύει το μέρος όπου πέθανε και γενικότ. κάθε υπερφυσικό ον, συνήθ. κακοποιό: το ~ του γεφυριού/πηγαδιού/σπιτιού.|| Κακό/καλό ~. Το ~ του δάσους/της θάλασσας (βλ. γοργόνα)/της λίμνης. Πβ. αερικό, δαιμόνιο, ξωτικό, τελώνιο. Βλ. καλικάντζαρος, νεράιδα, φάντασμα. 2. (μτφ.) για άνθρωπο με αποκρουστικό παρουσιαστικό, συνήθ. ψηλό και αδύνατο. Πβ. χτικιό. [< μεσν. στοιχείον]
  • στοιχείο [στοιχεῖο] στοι-χεί-ο ουσ. (ουδ.) 1. τμήμα, συστατικό ευρύτερου συνόλου, συγκεκριμένου ή αφηρημένου: αρχιτεκτονικό/δομικό/θερμαντικό/κατασκευαστικό/κοπτικό ~. ~ δοκού/κυκλώματος/μηχανής. ~α του προβλήματος/προγράμματος/σχεδίου. Το πρώτο ~ του καταλόγου/πίνακα. Ιδιωματικά/λαϊκά/λόγια ~α στη γλώσσα.|| (ΜΑΘ.) Αντιστρέψιμο/αριθμητικό ~. ~ διανύσματος/συνόλου.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ αρχείου/δικτύου/εικόνας (βλ. πίξελ)/ελέγχου/ιμέιλ/λήψης. Κάντε κλικ στο ~ "αποστολή άμεσου μηνύματος".|| (ΟΙΚΟΝ.) ~ του ενεργητικού/ισολογισμού/παθητικού.|| (ΝΟΜ.) Άρθρο 3 παράγραφος 2, ~ δ.|| (ΦΙΛΟΣ.) Τα τέσσερα ~α (: αέρας, γη, νερό, φωτιά, σύμφωνα με τους προσωκρατικούς φιλοσόφους).|| (ΣΤΡΑΤ.) ~α πυροβολικού. 2. χαρακτηριστικό γνώρισμα και ειδικότ. παράγοντας, όρος: αναγνωριστικό/αρνητικό/ενδεικτικό/θετικό/λογικό/σημαντικό/τυπολογικό ~. ~α κειμένου/προσωπικότητας/τεχνοτροπίας. Το ~ της αλλαγής/του ηρωισμού/της υποκειμενικότητας. Κυρίαρχο ~ της συνάντησης ήταν η ένταση. Η γλώσσα ως ~ της εθνικής ταυτότητας. Δεν μας συνδέει κανένα κοινό ~. Αφήγηση με έντονο το ~ της έκπληξης. Το κωμικό/τραγικό ~ στην ποίηση του ... Πβ. χαρακτηριστικό.|| Απαραίτητο/καθοριστικό/καταστροφικό ~. ~ ανάπτυξης (πβ. μοχλός)/γοητείας/δημοκρατίας/ελευθερίας/έλξης/εξέλιξης/επιτυχίας/μνήμης/πολιτισμού/προόδου. Η συνεργασία είναι βασικό ~ για την εξέλιξη της κοινωνίας. Η κινητή τηλεφωνία αναπόσπαστο ~ της καθημερινής ζωής (πβ. κομμάτι). 3. τεκμήριο, απόδειξη: αδιάσειστο ~ αθωότητας/ενοχής. ~-βόμβα. Καταθέτω/προσκομίζω απαλλακτικά/αποδεικτικά/ενοχοποιητικά/ψευδή ~α. Δεν προκύπτει κανένα ~ που να δικαιολογεί ποινική δίωξη. Βίντεο που δεν αποτελεί ~ για το δικαστήριο. Κανένα ~ δεν επιβεβαιώνει τη φήμη. Υπήρχαν επαρκή ~α εναντίον του. Πβ. πειστήριο. 4. άτομο ή ομάδα, κοινότητα με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, διαφορετικά από το ευρύτερο σύνολο, ως παράγοντας δράσης: τα αναρχικά/δημοκρατικά/επαναστατικά/κακοποιά/προοδευτικά/συντηρητικά ~α μιας κοινωνίας. Εξωσχολικά ~α. Το έπαιζε ηθικό ~.|| (περιληπτ.) Το λαϊκό/μεταναστευτικό/φοιτητικό ~. Το ελληνικό/ομογενειακό ~ της Αμερικής (πβ. λόμπι). Η συμβολή του προσφυγικού ~ου στην ανάπτυξη της οικονομίας. Πβ. πληθυσμός. 5. το περιβάλλον που είναι απαραίτητο για τη ζωή, την ανάπτυξη, την αποτελεσματική δράση κάποιου: Το ~ του ψαριού είναι το νερό. Το σινεμά είναι το ~ μου. Νιώθω εντελώς έξω από το ~ μου (πβ. έξω από τα νερά μου). 6. ΤΥΠΟΓΡ. χαρακτήρας που αντιστοιχεί σε γράμμα του αλφάβητου, αριθμό ή άλλο σύμβολο και χρησιμοποιείται στην παραδοσιακή ή την ηλεκτρονική στοιχειοθέτηση: κεφαλαία/μαύρα/πεζά ~α. Μέγεθος/οικογένεια ~ων. ~α δώδεκα στιγμών. Ελληνικά/λατινικά τυπογραφικά ~α.στοιχεία (τα) {σπάν. στον εν.} 1. πληροφορίες, δεδομένα: αναλυτικά/βιογραφικά/δημογραφικά/ενημερωτικά/επίσημα/ιστορικά/οικονομικά/στατιστικά/συγκεντρωτικά/φορολογικά ~. Επεξεργασία/καταχώρηση/πιστοποίηση ~ων. Αλλοιώνω τα/αποκαλύπτω/παρουσιάζω/συγκεντρώνω ~. Ελέγχω την ακρίβεια των ~ων. Νέα ~ προκύπτουν από την έρευνα. Σύμφωνα με τα ~ που δόθηκαν στη δημοσιότητα ... Θα σου δώσω ένα ~ο, για να βρεις τη λύση.|| (επίσ., για αναγνώριση ή εξεύρεση προσώπου) ~ (αστυνομικής) ταυτότητας. Έδωσε τα ~ του. Πλήρη ~ επικοινωνίας. ~ εταιρείας/πελάτη/χρήστη. Άτομο αγνώστων ~ων. Δήλωση ατομικών/προσωπικών ~ων. Εξακρίβωση ~ων (: από αστυνομικό). (κατ' επέκτ.) ~ εγγράφου (βλ. αριθμός πρωτοκόλλου). 2. στοιχειώδεις γνώσεις, βασικές αρχές γνωστικού αντικειμένου: ~ αστρονομίας/λογιστικής/μαθηματικών. ● ΣΥΜΠΛ.: εξωγλωσσικά στοιχεία: ΓΛΩΣΣ. μη λεκτικά στοιχεία που συνοδεύουν τα εκφωνήματα, όπως οι χειρονομίες, οι μορφασμοί, το βλέμμα, η στάση του σώματος, και συμβάλλουν στην επικοινωνία. Βλ. παραγλωσσικά στοιχεία., οικονομικά στοιχεία και πληροφορίες & (συνηθέστ.) στοιχεία και πληροφορίες: ΟΙΚΟΝ. συνοπτική παρουσίαση των δεδομένων που περιγράφουν την οικονομική πορεία εταιρείας σε ορισμένη χρονική περίοδο, η οποία δημοσιεύεται για ενημέρωση των επενδυτών. Βλ. οικονομικές καταστάσεις., περιουσιακά στοιχεία: ό,τι αποτελεί μέρος της περιουσίας κάποιου: μισθωμένα/προσωπικά ~ ~. Ασώματα/άυλα (π.χ. εμπορικά σήματα, ευρεσιτεχνίες)/ενσώματα (π.χ. κτίρια, μηχανήματα) πάγια ~ ~ (: αγαθά και δικαιώματα εταιρείας που προορίζονται για μακροχρόνια χρήση). Ανάκτηση/απόσβεση/κατάσχεση/πάγωμα ~ών ~ων. Δεν έχω κανένα ~ό ~ο., στοιχείο-κλειδί: καθοριστικός παράγοντας: ~ ~ για τη σωστή λειτουργία του συστήματος. [< αγγλ. key element] , τα στοιχεία της φύσης: οι δυνάμεις της (συνήθ. ανεξέλεγκτα φυσικά φαινόμενα, όπως κεραυνοί, αστραπές, θύελλες, τρικυμίες, πλημμύρες, σεισμοί) και ειδικότ. τα συστατικά στοιχεία του φυσικού κόσμου: Μαίνονται ~ ~ (: για καταιγίδα). Ο άνθρωπος είναι εκτεθειμένος στα/παλεύει με ~ ~.|| Τα δομικά/πρωταρχικά στοιχεία ~., χημικό στοιχείο & στοιχείο: ΧΗΜ. καθεμιά από τις ουσίες που αποτελούνται από όμοια άτομα, δεν μπορούν να διασπαστούν σε απλούστερες και που μόνες τους ή σε συνδυασμό συγκροτούν την ύλη (οι γνωστές είναι πάνω από εκατό): αμέταλλα/μεταλλικά/ραδιενεργά ~α. Το ~ του άνθρακα/οξυγόνου/υδρογόνου. Ατομικός αριθμός/ατομικό βάρος ~ού ~ου. Περιοδικός πίνακας των ~ών ~ων. Βλ. ηλεκτρόνιο, ισότοπο, μικροστοιχείο, πρωτόνιο. [< αγγλ. chemical element, γαλλ. élément chimique] , βολταϊκή στήλη βλ. βολταϊκός, ενεργητικά στοιχεία βλ. ενεργητικός, ηλεκτρική στήλη/ηλεκτρικό στοιχείο βλ. στήλη, ηλιακή κυψέλη βλ. ηλιακός, καλολογικά στοιχεία βλ. καλολογικός, μεταλλικά άλατα/στοιχεία βλ. μεταλλικός, παθητικά στοιχεία βλ. παθητικός, παραγλωσσικά στοιχεία βλ. παραγλωσσικός, παράγοντας/στοιχείο αβεβαιότητας βλ. αβεβαιότητα, πλάγια γράμματα βλ. πλάγιος, ραδιενεργό (χημικό) στοιχείο βλ. ραδιενεργός, στοιχεία/μέταλλα μετάπτωσης βλ. μετάπτωση, υγρό στοιχείο βλ. υγρός, υπερτεμαχιακά στοιχεία βλ. υπερτεμαχιακός, φωτοβολταϊκό στοιχείο βλ. φωτοβολταϊκός, ψηφιακά στοιχεία βλ. ψηφιακός ● ΦΡ.: βρίσκομαι/είμαι στο στοιχείο μου (προφ.): σε φυσικό, οικείο, επιθυμητό περιβάλλον: Όταν χορεύω, ~ ~. [< αρχ. στοιχεῖον ‘γράμμα του αλφαβήτου, πρωταρχικό στοιχείο, πρώτη αρχή’, γαλλ. élément, principe, αγγλ. item]
  • στοιχειοθεσία στοι-χει-ο-θε-σί-α ουσ. (θηλ.) ΤΥΠΟΓΡ. 1. κατάλληλη τοποθέτηση των τυπογραφικών στοιχείων για τον σχηματισμό λέξεων και στίχων. 2. φωτοστοιχειοθεσία. Βλ. -θεσία. [< γερμ. Satz, Setzen]
  • στοιχειοθέτης στοι-χει-ο-θέ-της ουσ. (αρσ.): τεχνίτης που ασχολείται με τη στοιχειοθεσία. Βλ. -θέτης. [< γερμ. Setzer]
  • στοιχειοθέτηση στοι-χει-ο-θέ-τη-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΤΥΠΟΓΡ. στοιχειοθεσία. 2. θεμελίωση, τεκμηρίωση: ~ αδικήματος/εγκλήματος/κρατικής ευθύνης/παράβασης/υπόθεσης (: στο δικαστήριο).
  • στοιχειοθετικός , ή, ό στοι-χει-ο-θε-τι-κός επίθ.: ΤΥΠΟΓΡ. που σχετίζεται με τη στοιχειοθεσία: ~ή: μηχανή. Πβ. φωτο~.
  • στοιχειοθετώ [στοιχειοθετῶ] στοι-χει-ο-θε-τώ ρ. (μτβ.) {στοιχειοθετ-είς ..., -ώντας | στοιχειοθέτ-ησα, -ήσει, -είται, -ήθηκε, -ηθεί, -ημένος} ΤΥΠΟΓΡ. 1. κάνω στοιχειοθεσία: Τα λήμματα ~ούνται με έντονους/πλάγιους χαρακτήρες. 2. κάνω φωτοστοιχειοθεσία. Βλ. -θετώ.στοιχειοθετεί (επίσ.): θεμελιώνει, τεκμηριώνει: Ο εργάσιμος χρόνος που ~ ασφαλιστικό/συνταξιοδοτικό δικαίωμα. Έγγραφα/ντοκουμέντα/στοιχεία που ~ούν τις κατηγορίες. Σύμφωνα με το πόρισμα δεν ~ούνται αδικήματα/αξιόποινες πράξεις/παραβάσεις/ποινικές ευθύνες. [< γερμ. setzen]
  • στοιχειομετρία στοι-χει-ο-με-τρί-α ουσ. (θηλ.): ΧΗΜ. κλάδος που ασχολείται με τη μέτρηση της ποσότητας των στοιχείων που αντιδρούν ή παράγονται σε μια χημική αντίδραση. Βλ. -μετρία. [< γερμ. Stöchiometrie, γαλλ. stœchiométrie , αγγλ. stoicheiometry]
  • στοιχειομετρικός , ή, ό στοι-χει-ο-με-τρι-κός επίθ.: ΧΗΜ. που σχετίζεται με τη στοιχειομετρία: ~ή: αναλογία (: στην οποία πρέπει να βρίσκονται τα αντιδρώντα σώματα, ώστε η αντίδραση να είναι πλήρης)/ανάλυση/καύση/ποσότητα/σύσταση. ~οί: υπολογισμοί. [< γερμ. stöchiometrisch, γαλλ. stœchiométrique]

αβεβαιότητα

αβεβαιότητα [ἀβεβαιότητα] α-βε-βαι-ό-τη-τα ουσ. (θηλ.): έλλειψη σιγουριάς· γενικότ. κάθε κατάσταση αστάθειας και αμφιβολίας: επαγγελματική/νομική/πολιτική ~. ~ εργασίας. ~ για το μέλλον/την πορεία της οικονομίας. ~ και αγωνία/ανασφάλεια/ανησυχία. Αίσθημα/περίοδος/συνθήκες ~ας. (Κάτι) γεννά/δημιουργεί/προκαλεί ~. Επικρατεί/κυριαρχεί/υπάρχει ~. Λόγω της ανεργίας ζει με την/μέσα στην ~. Το ενδεχόμενο ενός πολέμου αυξάνει/επιτείνει την ~. ΑΝΤ. βεβαιότητα, σιγουριά.|| (ΟΙΚΟΝ.) Χρηματιστηριακή ~. Μακροοικονομικές ~ες. Διαχείριση/επίπεδα/συντελεστές ~ας. ~ επιχείρησης. ~ στην αγορά (πβ. ρευστότητα). Ρίσκο και ~. Η πρόβλεψη για το ΑΕΠ υπόκειται σε ~ες. Βλ. -ότητα. ● ΣΥΜΠΛ.: αβεβαιότητα (της) μέτρησης: ΜΑΘ. η αδυναμία ακριβούς καθορισμού ενός μεγέθους· ειδικότ. η διασπορά των τιμών που μπορούν να αποδοθούν στο μετρούμενο μέγεθος: διευρυμένη/στατιστική/χαμηλή ~ ~. ~ ~ πίεσης/ταχύτητας., παράγοντας/στοιχείο αβεβαιότητας: καθετί που προκαλεί κατάσταση αστάθειας, ανισορροπίας, αμφιβολίας. Πβ. αστάθμητος παράγοντας., η αρχή της απροσδιοριστίας/της αβεβαιότητας βλ. απροσδιοριστία, κλίμα αβεβαιότητας βλ. κλίμα [< μτγν. ἀβεβαιότης, αγγλ. uncertainty]

αριθμός

αριθμός [ἀριθμός] α-ριθ-μός ουσ. (αρσ.) (συντομ. αρ. & αριθμ.) 1. βασική έννοια των μαθηματικών και κατ' επέκτ. ψηφίο, γράμμα ή διάταξη ψηφίων ή/και γραμμάτων που δηλώνει πλήθος, ποσότητα ή θέση σε μια σειρά ομοειδών πραγμάτων και συνεκδ. οποιοσδήποτε ή οτιδήποτε δηλώνεται με αυτό: (ΜΑΘ.) ακέραιος/αλγεβρικός/απόλυτος/άρρητος/αρνητικός/διψήφιος/ζυγός/θετικός/καθαρός/κλασματικός/μιγαδικός/μονός/πρώτος/σύνθετος/τακτικός ~. Αραβικοί (1, 2, 3 ...)/ελληνικοί (α', β', γ'...)/λατινικοί (Ι, ΙΙ, ΙΙΙ ...) ~οί. Δύναμη/τετραγωνική ρίζα ~ού. Οι ιδιότητες των ~ών. Η μελέτη των ~ών (βλ. αριθμητική). Σύστημα ~ών (βλ. αρίθμηση). Ο ~ ένα/επτά/πενήντα. Βλ. λογάριθμος.|| (ΦΥΣ.) Κβαντικοί ~οί.|| Οδός ..., ~ 40. ~ κινητού. Απόκρυψη τηλεφωνικού ~ού. ~ κλήσης έκτακτης ανάγκης. Διεθνής ~ τυποποίησης βιβλίου (ISBN). ~ αίτησης/δημοσίευσης/δημοτολογίου/διαβατηρίου/δωματίου/καταλόγου/καταχώρησης/λογαριασμού (βλ. IBAN)/μητρώου/πιστωτικής κάρτας/ταυτότητας/τεύχους/ΦΕΚ/φύλλου. Τυχερός ~. Του έπεσε ο πρώτος ~ του λαχείου (= λαχνός).|| Κερδίζει ο ~ ... Ποιος ~ σε κάλεσε; ΣΥΝ. νούμερο (1) 2. (+ γεν.) πλήθος, σύνολο, ποσότητα (προσώπων ή πραγμάτων): εντυπωσιακός/επαρκής/ικανοποιητικός/κλειστός (= numerus clausus)/περιορισμένος/σημαντικός ~ εργαζομένων/θέσεων εργασίας. ~ εισακτέων/θυμάτων/μελών/σελίδων/τουριστών/ψήφων. Μικρός ~ ατόμων (βλ. μειοψηφία). Ο μεγάλος ~ των συμμετεχόντων ... (βλ. πλειοψηφία). Ο ακριβής/κατά προσέγγιση ~ των νεκρών και των αγνοουμένων. Ο μέσος ~ των συναλλαγών (βλ. μέσος όρος). Ο ~ των κρουσμάτων ανεβαίνει/αυξάνεται συνεχώς. Ο συνολικός ~ των εταιρειών του κλάδου ανέρχεται/φτάνει στις εκατό. Ο ~ των κατοίκων μιας χώρας (= ο πληθυσμός). Ο ~ των υπαλλήλων μιας επιχείρησης (= το δυναμικό). Ποιος ~ γευμάτων θεωρείται ιδανικός (= πόσα γεύματα); Κάποιος ~ κρατών/προσφύγων (= αρκετοί, μερικοί). Αυξάνω/μειώνω τον ~ό των δυνάμεων. Μετρώ/υπολογίζω τον ~ό των ... (= απαριθμώ). Καθορίζω τον μέγιστο ~ό των δεδομένων. 3. {συνήθ. στον πληθ.} τα χρηματικοοικονομικά ή στατιστικά στοιχεία, οι δείκτες, τα νούμερα: οι ~οί των δημοσκοπήσεων/εκλογών. Άνθρωποι και ~οί. Οι ~οί λένε ότι ... Οι ~οί δεν λένε πάντα την αλήθεια. Η καταστροφή είναι τεράστια, οι ~οί είναι αμείλικτοι (: αποδίδουν ρεαλιστικά το μέγεθός της). 4. ΓΡΑΜΜ. υποκατηγορία των κλιτών μερών του λόγου: ενικός/πληθυντικός ~. Το επίθετο συμφωνεί με το ουσιαστικό κατά/σε γένος, ~ό και πτώση. (στην αρχ. Ελληνική) Δυϊκός ~. 5. {μόνο στον πληθ., με κεφαλ. το Α} ένα από τα βιβλία της Πεντατεύχου. ● ΣΥΜΠΛ.: αντίθετοι αριθμοί: ΜΑΘ. δύο αριθμοί με άθροισμα 0: Δύο ~ ~ έχουν ίσες απόλυτες τιμές., αριθμοί/κωδικοί Ε: δηλώνουν πρόσθετες ουσίες στα τρόφιμα: π.χ. Ε100-180: χρωστικές/Ε200-297: συντηρητικές/Ε300-321: αντιοξειδωτικές/Ε322-495: ομογενοποιητές, σταθεροποιητικές, πηκτικές/Ε500-585: βοηθητικές ουσίες επεξεργασίας/Ε620-640: ενισχυτικές της γεύσης/Ε900-948: παράγοντες που βελτιώνουν την εξωτερική όψη/Ε941-948: αέρια συσκευασίας/Ε950-967: γλυκαντικές/Ε999-1518: άλλες προσθετικές. [< γερμ. E-Nummern, 1981] , αριθμός κινητήρα: διάταξη γραμμάτων και ψηφίων που αναγράφονται στον κινητήρα οχήματος., αριθμός κυκλοφορίας: ανάγλυφα γράμματα και ψηφία στην πινακίδα οχήματος που καθορίζονται από το αρμόδιο υπουργείο. [< αγγλ. (vehicle) registration number, 1903] , αριθμός πλαισίου: διάταξη γραμμάτων και ψηφίων που φέρει κάθε όχημα στο αμάξωμά του και δηλώνεται στην άδεια κυκλοφορίας του., αριθμός προτεραιότητας: αυτός που δηλώνει τη σειρά εξυπηρέτησης ενός προσώπου σε τράπεζα ή υπηρεσία και συνεκδ. το χαρτί στο οποίο αναγράφεται: Θα τηρηθεί αυστηρά ο ~ ~. Παίρνω ~ό ~. Οι πολίτες εξυπηρετούνται με ~ό ~. Βλ. λίστα αναμονής. [< αγγλ. priority number] , αριθμός των χρωμοσωμάτων: ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. συγκεκριμένο νούμερο χρωμοσωμάτων, χαρακτηριστικό για κάθε ζωικό ή φυτικό οργανισμό. [< αγγλ. chromosome number, 1910] , αύξων αριθμός (συντομ. α.α. κ. αύξ. αρ. ή αριθμ.): δείχνει σειρά σε αριθμητική κατάταξη: ~ ~ αίτησης/απόδειξης/δελτίου/εγγραφής/παραστατικού. Οι εγγραφές στο πρωτόκολλο αριθμούνται κατ' ~οντα ~ό. [< γερμ. steigende Zahl] , ειδικός εκλογικός αριθμός: διάταξη από δεκατρία ψηφία, που καθιερώθηκε για την εξασφάλιση της μίας και μοναδικής, για κάθε ψηφοφόρο, εγγραφής στους εκλογικούς καταλόγους., θεωρία (των) αριθμών: ΜΑΘ. κλάδος που έχει εμπλουτιστεί με σύγχρονες θεωρίες και μελετά τις ιδιότητες των αριθμών: αλγεβρική ~ ~. Κρυπτογραφία και ~ ~., πραγματικός αριθμός: ΜΑΘ. στοιχείο του συνόλου που περιλαμβάνει τους ακέραιους, τους δεκαδικούς, τους ρητούς και τους άρρητους αριθμούς. [< αγγλ. real number, περ. 1909] , τριψήφιος αριθμός/τριψήφιο νούμερο: για τηλέφωνα έκτακτης ανάγκης: π.χ. 100, 166 (: το ΕΚΑΒ), 199 (: η Πυροσβεστική), 112 (: ο Ευρωπαϊκός Αριθμός Έκτακτης Ανάγκης)., χρυσός αριθμός 1. & (λόγ.) χρυσούς αριθμός: ΜΑΘ. ο αριθμός 1,618 περ. (σύμβ. φ): Στις αναλογίες του Παρθενώνα έχει χρησιμοποιηθεί ο ~ ~. Βλ. χρυσή τομή. 2. (μτφ.) κερδοφόρος λαχνός: ο ~ ~ του πρωτοχρονιάτικου λαχείου., ανάλογοι αριθμοί βλ. ανάλογος, αντίστροφοι αριθμοί βλ. αντίστροφος, αριθμός οκτανίου βλ. οκτάνιο, αριθμός οξείδωσης βλ. οξείδωση, αριθμός πρωτοκόλλου βλ. πρωτόκολλο, ατομικός αριθμός βλ. ατομικός, αφηρημένοι αριθμοί βλ. αφηρημένος, δεκαδικός (αριθμός) βλ. δεκαδικός, Διεθνής Αριθμός Τραπεζικού Λογαριασμού βλ. λογαριασμός, κωδικός αριθμός βλ. κωδικός, μαγικός αριθμός βλ. μαγικός, μαζικός αριθμός βλ. μαζικός1, μικτός αριθμός βλ. μικτός, πενταψήφια νούμερα/αριθμοί κλήσεων/τηλέφωνα, βλ. πενταψήφιος, πληθικός αριθμός βλ. πληθικός, ρητός αριθμός βλ. ρητός, σειριακός αριθμός/κωδικός βλ. σειριακός, στρογγυλό νούμερο/στρογγυλός αριθμός βλ. νούμερο, τριγωνομετρικοί αριθμοί βλ. τριγωνομετρικός, υπερβατικός αριθμός βλ. υπερβατικός, φυσικός αριθμός βλ. φυσικός ● ΦΡ.: ο νόμος των μεγάλων αριθμών: ΣΤΑΤΙΣΤ. αρχή σύμφωνα με την οποία ένα ευρύτερο δείγμα είναι πιθανότερο να συγκεντρώνει τα χαρακτηριστικά του συνόλου απ' ό,τι ένα μικρότερο: ο ασθενής/ισχυρός ~ ~. Στα τυχερά παιχνίδια λειτουργεί ~ ~. Βλ. πιθανότητα. [< αγγλ. law of large numbers, 1937] , ο υπ' αριθμόν ... (λόγ.): που φέρει το νούμερο (που έπεται): Το ~ ~ ... βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών/... επιβατηγό αυτοκίνητο., ο υπ' αριθμόν ένα/δύο (λόγ.): ο πρώτος/δεύτερος σε σειρά, ομάδα, ιεράρχηση, λίστα: ~ ένα καταζητούμενος/κίνδυνος/στόχος. Το ~ ένα ζήτημα/πρόβλημα. ~ δύο στην ηγεσία. ~ ένα υποψήφιος (= ο επικρατέστερος). [< αγγλ. the number one/two] , σε αριθμό: ποσοτικά, σε πλήθος: Είναι τρίτος ~ ~ ψήφων., ων ουκ έστιν αριθμός: για πρόσωπα ή πράγματα αμέτρητα, ανυπολόγιστα, αναρίθμητα: Ήρθαν συγγενείς, φίλοι, γνωστοί και άλλοι ~ ~. Και άλλα πολλά κακώς κείμενα, ~ ~, επεσήμανε στο άρθρο του. [< 1-3: αρχ. ἀριθμός, αγγλ. number, γαλλ. nombre, chiffre, numéro 4: μτγν. ἀριθμός]

βολταϊκός

βολταϊκός, ή, ό βολ-τα-ϊ-κός επίθ.: ΗΛΕΚΤΡ. συνήθ. στα ● ΣΥΜΠΛ.: βολταϊκή στήλη & βολταϊκό στοιχείο: συσκευή για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας που λειτουργεί σαν μπαταρία. Πβ. ηλεκτρική στήλη/ηλεκτρικό στοιχείο. [< γαλλ. pile de Volta] , βολταϊκό/ηλεκτρικό τόξο βλ. τόξο [< γαλλ. voltaïque]

ενεργητικός

ενεργητικός, ή, ό [ἐνεργητικός] ε-νερ-γη-τι-κός επίθ. 1. (για πρόσ.) που του αρέσει να δρα, να αναπτύσσει δραστηριότητα, να συμμετέχει ενεργά· (για πράξη) που απαιτεί δράση ή γίνεται εκούσια και συνειδητά: ~οί: αναγνώστες/θεατές. ~ά: μέλη της κοινωνίας. Πβ. δραστήριος, δυναμικός.|| ~ός: ρόλος. ~ή: κινητοποίηση/παρέμβαση/πολιτική/συμμετοχή/συμπαράσταση/υποστήριξη. ~ά: μέτρα (απασχόλησης). (ως επικοινωνιακή δεξιότητα) ~ή: ακρόαση. (ΙΑΤΡ.) ~ή: ανοσία/ανοσοποίηση (: με παραγωγή αντισωμάτων από τον ίδιο τον οργανισμό). Πβ. ενεργός. ΑΝΤ. παθητικός (1) 2. ΟΙΚΟΝ. πλεονασματικός: ~ό: εμπορικό ισοζύγιο/κεφάλαιο. Πβ. πιστωτικός. Βλ. ενεργητικό. ΑΝΤ. ελλειμματικός (1), παθητικός (4) 3. (για βότανο, σκεύασμα, τροφή) που υποβοηθά την κένωση του εντέρου. Πβ. ευκοίλιος, καθαρτικός. 4. ΓΡΑΜΜ. που σχετίζεται με την ενεργητική φωνή ή διάθεση: ~οί: χρόνοι. ΑΝΤ. παθητικός (2) ● επίρρ.: ενεργητικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: ενεργητικά στοιχεία: ΗΛΕΚΤΡ. αυτά που μπορούν να παρέχουν ενέργεια σε ένα κύκλωμα. Βλ. γεννήτρια, ενισχυτής, τρανζίστορ. ΑΝΤ. παθητικά στοιχεία, ενεργητικά/θερμικά ηλιακά συστήματα (ακρ. ΕΗΣ): ΤΕΧΝΟΛ. που συλλέγουν την ηλιακή ενέργεια, τη μετατρέπουν σε θερμότητα, την αποθηκεύουν και τη διανέμουν (ηλιακοί θερμοσίφωνες, φωτοβολταϊκά στοιχεία). Βλ. παθητικά ηλιακά συστήματα., ενεργητική διάθεση: ΓΡΑΜΜ. στην οποία ανήκουν ρήματα που δηλώνουν ότι το υποκείμενό τους ενεργεί, δρα και η ενέργεια μεταβιβάζεται κάπου αλλού (π.χ. δέχομαι, καταστρέφω). Βλ. μέση, ουδέτερη, παθητική διάθεση., ενεργητική φωνή: ΓΡΑΜΜ. κατηγορία στην οποία ανήκουν όλα τα ρήματα με κατάληξη -ω/-ώ στο α' ενικό πρόσωπο της οριστικής ενεστώτα (π.χ. αγαπώ, δένω). Βλ. παθητική φωνή., ενεργητικός (ομοφυλόφιλος): που έχει τον ρόλο του άντρα στο ομοφυλοφιλικό σεξ μεταξύ ανδρών. ΑΝΤ. παθητικός (ομοφυλόφιλος), ενεργητική ασφάλεια βλ. ασφάλεια, ενεργητική ευθανασία βλ. ευθανασία, ενεργητική/ενεργή/ενεργός μάθηση βλ. μάθηση, ενεργητική πυροπροστασία/πυρασφάλεια βλ. πυροπροστασία, ενεργητική/ενεργός μεταφορά βλ. μεταφορά, ενεργητικό κάπνισμα βλ. κάπνισμα, παθητική/ενεργητική αντίσταση βλ. αντίσταση [< αρχ. ἐνεργητικός, γαλλ. actif, αγγλ. active]

ηλεκτρόνιο

ηλεκτρόνιο [ἠλεκτρόνιο] η-λε-κτρό-νι-ο ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -ίου}: ΦΥΣ.-ΧΗΜ. καθένα από τα αρνητικά φορτισμένα σωματίδια που διατάσσονται σε τροχιές γύρω από τον πυρήνα ενός ατόμου: ασύζευκτα/ελεύθερα/μονήρη ~α. Μάζα ~ίου. Στιβάδες ~ίων. Βλ. πρωτόνιο, φωτο~. ● ΣΥΜΠΛ.: ηλεκτρόνια σθένους: όσα βρίσκονται στην εξωτερική στιβάδα ατόμου και συμμετέχουν στον σχηματισμό χημικού δεσμού. [< αγγλ. valence electron, 1922] , ηλεκτρονικό νέφος βλ. νέφος [< γαλλ. électron, 1894, αγγλ. electron, 1891, γερμ. Elektron]

ηλιακός

ηλιακός, ή, ό [ἡλιακός] η-λι-α-κός επίθ. 1. ΑΣΤΡΟΝ. που σχετίζεται με τον Ήλιο: ~ός: δίσκος/πυρήνας. ~ή: ακτινοβολία/ατμόσφαιρα (βλ. φωτό-, χρωμό-σφαιρα)/δραστηριότητα/θερμότητα/καταιγίδα/μάζα/περιστροφή/τροχιά/Φυσική. ~ό: κάτοπτρο/τηλεσκόπιο/φως. ~ές: ακτίνες. Βλ. εξω~.|| (ΘΡΗΣΚ.) ~ή: θεότητα/λατρεία. ~ό: σύμβολο. 2. ΤΕΧΝΟΛ. που αξιοποιεί την ενέργεια του ήλιου: ~ός: (ενεργειακός) σταθμός. ~ή: γεννήτρια/μονάδα. Βλ. φωτοβολταϊκός.|| (ΟΙΚΟΛ.) ~ός: φούρνος. ~ή: θέρμανση/μπαταρία/τεχνολογία. ~ό: αυτοκίνητο (βλ. ηλεκτρικό αυτοκίνητο)/σπίτι. 3. που αναφέρεται στην υπεριώδη ακτινοβολία του ήλιου ή προκαλείται από αυτή: ~ή: έκθεση.|| ~ό: ερύθημα. ~ά: εγκαύματα. Βλ. αντ~. ● επίρρ.: ηλιακά ● ΣΥΜΠΛ.: ηλιακές εκλάμψεις/εκρήξεις: ΑΣΤΡΟΝ. ισχυρές εκρήξεις στο στέμμα και τη χρωμόσφαιρα του Ήλιου, οι οποίες εμφανίζονται κυρ. γύρω από ηλιακές κηλίδες και προκαλούν την απελευθέρωση μαγνητικής ενέργειας. [< αγγλ. solar flares, 1938, solar eruptions, 1937] , ηλιακή ενέργεια: ΦΥΣ. που προέρχεται από τη σύντηξη πυρήνων υδρογόνου στον Ήλιο. Βλ. ανανεώσιμες/εναλλακτικές πηγές/μορφές ενέργειας., ηλιακή κυψέλη & ηλιακό κύτταρο/στοιχείο: ΗΛΕΚΤΡΟΝ. φωτοβολταϊκό στοιχείο. [< αγγλ. solar cell, 1955] , ηλιακή σταθερά: ΜΕΤΕΩΡ. η ποσότητα της ηλιακής ενέργειας στο εξωτερικό όριο της ατμόσφαιρας, όταν η Γη βρίσκεται στη μέση απόστασή της από τον Ήλιο, την οποία δέχεται επιφάνεια ενός τετραγωνικού εκατοστού, όπου πέφτουν κάθετα οι ακτίνες του Ήλιου. [< γαλλ. constante solaire] , ηλιακό πάρκο: ΟΙΚΟΛ. μεγάλη έκταση με εγκαταστάσεις, ηλιακές κυψέλες-φωτοβολταϊκά κύτταρα, για την παραγωγή ρεύματος από την ηλιακή ενέργεια. [< αγγλ. solar park] , ηλιακό στέμμα & ηλιακή κορόνα: ΑΣΤΡΟΝ. λευκή άλως, πολύ θερμή και αραιή, η οποία αποτελεί την εξωτερική ατμόσφαιρα του Ήλιου. [< γαλλ. couronne solaire] , ηλιακό σύστημα ΑΣΤΡΟΝ. 1. (συνήθ. με κεφαλ. τα αρχικά Η, Σ) που αποτελείται από τον Ήλιο, τους οκτώ πλανήτες που περιστρέφονται σε ελλειπτικές τροχιές γύρω από αυτόν, τους δορυφόρους τους, καθώς και από αστεροειδείς, κομήτες και μετεωρίτες: το ~/πλανητικό μας ~. Βλ. γαλαξίας. 2. κάθε παρόμοιο αστρικό σύστημα, που περιφέρεται γύρω από έναν ή περισσότερους ήλιους. [< γαλλ. système solaire] , ηλιακό χωριό: ΟΙΚΟΛ. οικιστικό συγκρότημα κατοικιών που χρησιμοποιούν παθητικά και ενεργητικά ηλιακά συστήματα., ηλιακός θερμοσίφωνας & (προφ.) ηλιακός: ΤΕΧΝΟΛ. σύστημα θέρμανσης νερού, το οποίο αποτελείται από επίπεδο ηλιακό συλλέκτη, συνδεδεμένο με δεξαμενή αποθήκευσης νερού: ~ ~ ανοιχτού/κλειστού κυκλώματος. Τοποθέτηση ~ού ~α στην ταράτσα. Πβ. ηλιακός θερμοσυσσωρευτής. Βλ. ηλεκτρικός θερμοσίφωνας., ηλιακός κύκλος : ΑΣΤΡΟΝ. η περιοδικά εμφανιζόμενη ηλιακή δραστηριότητα, η οποία διαρκεί περ. έντεκα χρόνια., ηλιακός χρόνος: ΑΣΤΡΟΝ. τοπική ώρα που βασίζεται στην ηλιακή ημέρα: αληθής/μέσος ~ ~. Βλ. αστρικός χρόνος. [< αγγλ. solar time] , έκλειψη Ηλίου βλ. έκλειψη, ενεργητικά/θερμικά ηλιακά συστήματα βλ. ενεργητικός, ηλιακές κηλίδες βλ. κηλίδα, ηλιακές προεξοχές βλ. προεξοχή, ηλιακή ημέρα βλ. ημέρα, ηλιακό ημερολόγιο βλ. ημερολόγιο, ηλιακό ιστίο βλ. ιστίο, ηλιακό ρολόι βλ. ρολόι, ηλιακό/τροπικό έτος βλ. έτος, ηλιακός άνεμος βλ. άνεμος, ηλιακός κλιματισμός βλ. κλιματισμός, ηλιακός συλλέκτης βλ. συλλέκτης, παθητικά ηλιακά συστήματα βλ. παθητικός [< μτγν. ἡλιακός, αγγλ. solar, γαλλ. solaire]

-θεσία

-θεσία: λεξικό επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει θέση, τοποθέτηση, καθιέρωση ή προσδιορισμό: διπλο~/πολυ~.|| Χειρο~.|| (μτφ.) Aθλο~/θεσμο~/νομο~/ονοματο~/ορο~/στοχο~.|| Yιο~/τεκνο~.

-θέτης

-θέτης {-θετών | θηλ. -θέτρια (σπανιότ.) -θέτιδα (λόγ.) -θέτις (γεν. -θέτιδος)}: λεξικό επίθημα ουσιαστικών∙ δηλώνει το πρόσωπο ή τον φορέα που θεσπίζει, τοποθετεί ή οργανώνει κάτι: δωρο~/θεσμο~/νομο~.|| Απο~. Kατα-θέτρια. Ταξι~/ψηφο~.|| Σκηνο-θέτις/-θέτιδα (βλ. -ίνα1).

-θετώ

-θετώ: επίθημα ρημάτων με τη σημασία του θεσπίζω, τοποθετώ, καθορίζω, οργανώνω ή σπανιότ. θέτω υπό την προστασία μου: αθλο~/θεσμο~/νομο~. Ναρκο~. Οριο~/σκηνο~/χωρο~. Aρχειο~. Υιο~.

καλικάντζαρος

καλικάντζαρος κα-λι-κά-ντζα-ρος ουσ. (αρσ.) {πληθ. -οι κ. ουδ. καλικαντζάρια} 1. ΛΑΟΓΡ. καθένα από τα δύσμορφα και πονηρά δαιμόνια που ανεβαίνουν την παραμονή των Χριστουγέννων στη Γη από τα έγκατά της, όπου όλο τον χρόνο προσπαθούν να κόψουν το δέντρο που τη στηρίζει, και φοβίζουν ή ενοχλούν τις νύχτες τους ανθρώπους μέχρι τα Θεοφάνεια: ιστορίες με ~ους. Βλ. νεράιδα, ξωτικό, τελώνιο. ΣΥΝ. παγανό 2. (μτφ.-μειωτ.) άσχημος άνθρωπος. ● Υποκ.: καλικαντζαράκι (το) [< μεσν. καλικάντζαρος]

καλολογικός

καλολογικός, ή, ό κα-λο-λο-γι-κός επίθ.: που σχετίζεται με την καλολογία. Κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: καλολογικά στοιχεία (παλαιότ.): ΦΙΛΟΛ. εκφραστικά στοιχεία (κοσμητικά επίθετα, μεταφορές, παρομοιώσεις) που συνθέτουν το ιδιαίτερο ύφος ενός κειμένου: χρήση ~ών ~ων. Αφήγηση πλούσια σε ~ ~. Πβ. σχήμα (λόγου).

μεταλλικός

μεταλλικός, ή, ό με-ταλ-λι-κός επίθ. 1. που αποτελείται, έχει κατασκευαστεί από μέταλλο ή σχετίζεται με αυτό: ~ός: αγωγός/γάντζος/δίσκος/κάδος/σκελετός/σωλήνας. ~ή: βάση/γέφυρα/θήκη/κατασκευή/μπάρα/οροφή/πινακίδα/πόρτα/συσκευασία/σφαίρα/σχάρα. ~ό: κουτί/νόμισμα/σκεύος/στιλό/σύρμα. ~ά: ελάσματα/εξαρτήματα/έπιπλα/εργαλεία/νήματα/υλικά/φίλτρα. (ΧΗΜ) ~ά: ιόντα/κράματα/οξείδια. (Μη) ~ά ορυκτά. ΣΥΝ. μετάλλινος 2. (μτφ.) που έχει κάποια από τις ιδιότητες των μετάλλων: ~ός: ήχος/θόρυβος. ~ή: φωνή (: οξεία, σαν τον ήχο που παράγουν δύο ~ά αντικείμενα, όταν χτυπήσουν μεταξύ τους).|| ~ή: απόχρωση. ~ό: χρώμα (: που λάμπει όπως τα μέταλλα, π.χ. ~ό ασημί/μπλε).|| ~ή: γεύση. Κρασί με ~ό χαρακτήρα (: υψηλή οξύτητα). 3. ΜΟΥΣ. (προφ.) που σχετίζεται με τη μέταλ: διεθνής/ευρωπαϊκή ~ή σκηνή. ● ΣΥΜΠΛ.: μεταλλικά άλατα/στοιχεία & (προφ.) μέταλλα: απαραίτητα για τον οργανισμό ανόργανα συστατικά που λαμβάνονται μέσω των τροφών: Το ασβέστιο, ο φώσφορος, το μαγνήσιο, το κάλιο, το νάτριο και το χλώριο ανήκουν στα ~ ~. Βλ. μικροθρεπτικά συστατικά. [< γαλλ. sels minéraux ] , (φυσικό) μεταλλικό νερό βλ. νερό, μεταλλική πηγή βλ. πηγή, μεταλλική ταυτότητα βλ. ταυτότητα [< μτγν. μεταλλικός, γαλλ. métallique, αγγλ. metallic]

μετάπτωση

μετάπτωση με-τά-πτω-ση ουσ. (θηλ.) 1. μετάβαση από μια θέση σε άλλη, αλλαγή κατάστασης: απότομη/αυτόματη/σταδιακή ~. ~ από την ευτυχία στη δυστυχία. ~ώσεις στην απόδοση/στη διάθεση ενός ατόμου. Εμφανίζει/έχει συχνά συναισθηματικές/ψυχολογικές ~ώσεις. Οι ~ώσεις της ζωής. Βλ. διακύμανση.|| ~ώσεις του κλίματος.|| (ΙΑΤΡ.) Ορμονικές ~ώσεις. || (ΦΥΣ.) ~ του ατόμου. 2. ΓΛΩΣΣ. (στις ινδοευρωπαϊκές γλώσσες) μεταβολή του φωνήεντος των μορφημάτων (της ρίζας, του θέματος, των καταλήξεων, των προσφυμάτων) κατά την παραγωγή και σύνθεση των λέξεων. || σημασιολογική ~. 3. ΜΗΧΑΝ.-ΑΣΤΡΟΝ. αργή κωνική κίνηση του άξονα περιστροφής ενός σώματος (π.χ. της Γης). 4. ΓΕΩΛ. μετατόπιση ή βύθιση προς τα κάτω των γεωλογικών στρωμάτων που έχουν διαρραγεί· συνεκδ. ρήγμα: ~ώσεις στον στερεό φλοιό της Γης. Βλ. -πτωση. ● ΣΥΜΠΛ.: στοιχεία/μέταλλα μετάπτωσης & μεταβατικά στοιχεία: ΧΗΜ. ομάδα μεταλλικών στοιχείων (π.χ. σίδηρος, ψευδάργυρος, νικέλιο, χρώμιο) με ηλεκτρόνια σθένους σε δύο στιβάδες αντί για μία, που χρησιμοποιούνται σε πολλά κράματα και σχηματίζουν συχνά έγχρωμες ενώσεις. [< αγγλ. transition elements] , υαλώδης μετάπτωση: ΧΗΜ. μετατροπή ενός σκληρού, υαλώδους πολυμερούς σε μαλακό, ελαστικό υλικό με μεταβολή της θερμοκρασίας. [< αγγλ. glass transition] , μετάπτωση των ισημεριών βλ. ισημερία [< 1: αρχ. μετάπτωσις, αγγλ. transition 2: μτγν. μετάπτωσις, γερμ. Ablaut 3: γαλλ. précession 4: γαλλ. faille]

-μετρία

-μετρία επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. επιστήμη ή τεχνική μέτρησης: ανθρωπο~/αξονο~/γεω~/εργο~/θερμιδο~/ογκο-μετρία (πβ. -μέτρηση)/σπιρο~ (βλ. σπιρό-μετρο)/στερεο~/τριγωνο~. 2. σχέση μεγεθών: (αν)ισο~/(α)συμ~.

παθητικός

παθητικός, ή, ό πα-θη-τι-κός επίθ. 1. (για πρόσ.) που δεν συμμετέχει ενεργά, δεν αντιδρά, δεν αντιστέκεται· (για συμπεριφορά) που φανερώνει υποχωρητικότητα ή/και αδράνεια: ~ός: ακροατής/αναγνώστης/δέκτης (της πραγματικότητας)/θεατής/παρατηρητής. ~οί: καταναλωτές/πολίτες. Πβ. αδρανής. ΑΝΤ. δραστήριος.|| ~ή: αντιμετώπιση/αποδοχή (της κατάστασης)/πολιτική (μη παρέμβασης)/στάση/συμμετοχή. (ΑΘΛ.) ~ό: παιχνίδι (: αμυντικό). ΑΝΤ. αντιδραστικός (1), ενεργητικός (1), ενεργός (1) 2. ΓΡΑΜΜ. που σχετίζεται με την παθητική φωνή ή την παθητική διάθεση: ~ός: αόριστος/μέλλοντας/παρακείμενος. ~ή: μετοχή/σύνταξη. ~οί: ρηματικοί τύποι. Βλ. μεσο~. ΑΝΤ. ενεργητικός (4) 3. (επιστ.) που επηρεάζεται ή προκαλείται από εξωτερικό παράγοντα, που αποτελεί τον αποδέκτη μιας ενέργειας ή/και δεν διαδραματίζει πρωτεύοντα ρόλο σε διαδικασία: (ΙΑΤΡ.) ~ή: ανοσία ή ανοσοποίηση (: με τη χορήγηση έτοιμων αντισωμάτων)/συμφόρηση ή υπεραιμία. Βλ. νευρο~, συμ~.|| (ΤΕΧΝΟΛ.) ~ός: δορυφόρος (: δεν φέρει ενεργούς πομπούς). ~ή: κεραία (= δέκτης). ~ό: σύστημα (θέρμανσης/ψύξης)/κύκλωμα/φίλτρο (: για προστασία από απότομες αλλαγές τάσης).|| (ΓΛΩΣΣ.) ~ό: λεξιλόγιο (: το σύνολο των λέξεων που γνωρίζει και κατανοεί κάποιος, αλλά δεν χρησιμοποιεί στην καθημερινή του ομιλία). ~οί: αρθρωτές (δόντια, ουρανίσκος).|| ~ά: μέτρα (π.χ. κοινωνικής προστασίας, όπως επίδομα ανεργίας). Βλ. τηλε~. ΑΝΤ. ενεργητικός (1) 4. ΟΙΚΟΝ. ελλειμματικός: ~ό: εμπορικό ισοζύγιο. Πβ. χρεωστικός. ΑΝΤ. ενεργητικός (2), πιστωτικός, πλεονασματικός (1) 5. ΧΗΜ.-ΤΕΧΝΟΛ. (για μέταλλο) ανθεκτικό στη διάβρωση, ως αποτέλεσμα παθητικοποίησης. 6. που χαρακτηρίζεται από πάθος: ~ό: τάνγκο/φιλί. Πβ. παθιάρικος, παθιασμένος. ● επίρρ.: παθητικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς]: κυρ. στη σημ. 1. ● ΣΥΜΠΛ.: παθητικά ηλιακά συστήματα: ΤΕΧΝΟΛ. κατάλληλα σχεδιασμένα και συνδυασμένα δομικά στοιχεία κτιρίου, που αξιοποιούν την ηλιακή ενέργεια για θέρμανση, δροσισμό και φωτισμό με φυσικό τρόπο: βιοκλιματική αρχιτεκτονική και ~ ~. Βλ. ενεργητικά/θερμικά ηλιακά συστήματα, θερμομόνωση., παθητικά στοιχεία: ΗΛΕΚΤΡ. στοιχεία ηλεκτρικού κυκλώματος που καταναλώνουν, αλλά δεν παράγουν ενέργεια. Βλ. αντιστάτης, δίοδος, πηνίο, πυκνωτής, συσσωρευτής. ΑΝΤ. ενεργητικά στοιχεία [< αγγλ. passive elements, 1965] , παθητική γυμναστική: ΓΥΜΝ. που γίνεται χωρίς συμβατική άσκηση, με τη μέθοδο της ηλεκτροθεραπείας ή θερμοθεραπείας: μηχανήματα/όργανα ~ής ~ής (βλ. ηλεκτροδιεγέρτης, πλατφόρμα δόνησης). [< αγγλ. passive exercise] , παθητική διάθεση: ΓΡΑΜΜ. κατηγορία ρημάτων που δηλώνουν ότι το υποκείμενο παθαίνει κάτι (π.χ. "διανέμεται", "πουλιέται"). Βλ. ενεργητική, μέση, ουδέτερη διάθεση., παθητική δωροδοκία: ΝΟΜ. δωροληψία., παθητική φωνή: ΓΡΑΜΜ. κατηγορία στην οποία ανήκουν όλα τα ρήματα με κατάληξη -μαι στο α' ενικό πρόσωπο της οριστικής ενεστώτα (π.χ. ντύνομαι, χτυπιέμαι). Βλ. ενεργητική φωνή., παθητικός (ομοφυλόφιλος): που έχει τον ρόλο της γυναίκας στο ομοφυλοφιλικό σεξ μεταξύ ανδρών. ΑΝΤ. ενεργητικός (ομοφυλόφιλος) [< γαλλ. homosexuel passif, αγγλ. passive homosexual, 1916] , παθητική αεράμυνα βλ. αεράμυνα, παθητική ασφάλεια βλ. ασφάλεια, παθητική ευθανασία βλ. ευθανασία, παθητική κίνηση βλ. κίνηση, παθητική μάθηση βλ. μάθηση, παθητική μεταφορά βλ. μεταφορά, παθητική πυροπροστασία/πυρασφάλεια βλ. πυροπροστασία, παθητική/ενεργητική αντίσταση βλ. αντίσταση, παθητικό κάπνισμα βλ. κάπνισμα, παθητικός καπνιστής βλ. καπνιστής, καπνίστρια [< αρχ. παθητικός ‘που υφίσταται κάτι, υποφέρει’, γαλλ. passif, αγγλ. passive 2: μτγν. ~ 6: γαλλ. pathétique]

παραγλωσσικός

παραγλωσσικός, ή, ό πα-ρα-γλωσ-σι-κός επίθ.: ΓΛΩΣΣ. που σχετίζεται με την παραγλώσσα: ~ή: επικοινωνία. ● ΣΥΜΠΛ.: παραγλωσσικά στοιχεία: ηχητικά μη λεκτικά στοιχεία που συνοδεύουν το εκφώνημα, όπως ο επιτονισμός, ο ρυθμός της ομιλίας και η ποιότητα της φωνής, τα οποία φέρουν κάποια σημασία και συμβάλλουν στην επικοινωνία. Βλ. εξωγλωσσικά στοιχεία, υπερτεμαχιακά στοιχεία. ΣΥΝ. παραγλώσσα [< αγγλ. paralinguistic features, 1964] [< αγγλ. paralinguistic, 1958, γαλλ. paraverbal, 1988]

πλάγιος

πλάγιος, α, ο πλά-γι-ος επίθ. {(λόγ.) -ία} 1. που έχει κλίση, με αποτέλεσμα να σχηματίζει γωνία: ~α: στάση (= πλαγιαστή). ~ο: επίπεδο/παραλληλόγραμμο.|| ~α: βολή/θέση (σώματος).|| Ξυλογραφία/χάραξη σε ~ο ξύλο. ΣΥΝ. κεκλιμένος, λοξός (1) ΑΝΤ. ίσιος (1), κατακόρυφος (1), όρθιος (1) 2. που βρίσκεται στο πλάι ή κατευθύνεται από το πλάι: ~ος: τίτλος (= πλαγιότιτλος)/φωτισμός. ~α: όψη κτιρίου (βλ. κάτοψη, πρόσοψη). ~οι: αερόσακοι (= πλευρικοί)/τοίχοι. ~α: βήματα (: προς τα αριστερά ή δεξιά). (ΑΝΑΤ.) Άνω, ~οι και κάτω κοιλιακοί μύες.|| ~α: ματιά. ~ο: βλέμμα. Βλ. λοξοκοίταγμα.|| (ΑΘΛ.) Κεφαλιά/σουτ από ~α θέση. ~ αμυντικός/επιθετικός. ΣΥΝ. παράπλευρος (1), πλαϊνός 3. (μτφ.) έμμεσος, υπαινικτικός: Προσπάθησε να μάθει με ~ο τρόπο. ΑΝΤ. ευθύς (2) 4. (μτφ.) αθέμιτος, αντικανονικός, παράνομος: ~ες: ενέργειες/μέθοδοι. Χρησιμοποίησε ~α μέσα. Δέχεται ~α επίθεση (από συναδέλφους του). Βλ. παράτυπος, υπόγειος, ύπουλος. ● Ουσ.: πλάγια (τα): οι πλευρές, το πλάι, το πλαϊνό τμήμα: στα ~ του κεφαλιού/του οχήματος/της συσκευής. Το φόρεμα έχει δύο τσέπες/μικρό σκίσιμο στα ~. Σκόραρε από τα ~. Κατευθύνθηκαν προς τα ~ του κάστρου. ● επίρρ.: πλάγια & (λόγ.) πλαγίως: ~ στο φως.|| (μτφ.) Αναφέρθηκε ~ως στο θέμα (πβ. έμμεσα, ΑΝΤ. ευθέως, στα ίσια).|| Ενεργεί/κινείται ~ως (= ύπουλα). ● ΣΥΜΠΛ.: ήχος πλάγιος (στη βυζαντινή μουσική): καθένας από τους τέσσερις τελευταίους τρόπους στη σειρά της οκταηχίας: ~ ~ α' (/του πρώτου)/β' (/του δευτέρου)/γ' (/του τρίτου ή βαρύς)/δ' (/του τετάρτου).Ύμνος που ψάλλεται σε ~ο ~ο., πλάγια γράμματα & πλάγια γραφή & πλάγια/κυρτά στοιχεία & πλάγιοι χαρακτήρες: ΤΥΠΟΓΡ. που έχουν κλίση προς τα δεξιά. ΑΝΤ. όρθια γράμματα/στοιχεία., πλάγια γραμμή: ΑΘΛ. καθεμιά από τις δύο παράλληλες γραμμές που ορίζουν τις μεγάλες πλευρές αγωνιστικού χώρου: επαναφορά της μπάλας από την ~ ~. Βλ. γραμμές τέρματος., πλάγια ερώτηση: ΓΡΑΜΜ. σε πλάγιο λόγο. ΑΝΤ. ευθεία ερώτηση, πλάγιο (άουτ) (στο ποδόσφαιρο): ΑΘΛ. το πέρασμα της μπάλας έξω από τις πλάγιες γραμμές του αγωνιστικού χώρου και η επαναφορά της: Απέκρουσε/έδιωξε την μπάλα σε ~ ~. Εκτέλεσε το ~ ~. ΣΥΝ. αράουτ, πλάγιος άνεμος: που πνέει στα πλευρά συνήθ. ενός σκάφους ή οχήματος: Επικρατούσαν/φυσούσαν ισχυροί ~οι ~οι., πλάγιος λόγος : ΓΡΑΜΜ. η μεταφορά των λόγων ενός προσώπου έμμεσα, δηλ. μέσω ενός άλλου: Π.χ. Είπε ότι θα αργήσει. ΑΝΤ. ευθύς λόγος, πλαγία μυατροφική σκλήρυνση βλ. σκλήρυνση, πλάγιες πτώσεις βλ. πτώση, πλάγιος ίππος βλ. ίππος ● ΦΡ.: (συγγενείς/συγγένεια) σε πλάγια γραμμή/εκ πλαγίου & (σπάν.) πλάγια συγγένεια: ΝΟΜ. μεταξύ προσώπων πoυ κατάγovται από τov ίδιo αvιόvτα: Έvα άτoμo είvαι συγγεvής σε ~ ~ με τov αδελφό, θείo ή ξάδερφό τoυ. ΑΝΤ. σε ευθεία γραμμή (2), διά της πλαγίας/τεθλασμένης οδού βλ. οδός, με πλάγια μέσα βλ. μέσο, σε ήχο πλάγιο βλ. ήχος [< 1,2: αρχ. πλάγιος 3,4: γαλλ. oblique]

ραδιενεργός

ραδιενεργός, ή/ός, ό ρα-δι-ε-νερ-γός επίθ.: ΦΥΣ. ΠΥΡ. που εκπέμπει, περιέχει ραδιενέργεια ή αναφέρεται σε αυτή: ~ή/ός: δράση/μόλυνση. ~ό: ισότοπο (= ραδιοϊσότοπο)/ορυκτό/υλικό. ~ές: πηγές. ~ά: μόρια (βλ. αυτοραδιογραφία). ● ΣΥΜΠΛ.: ραδιενεργά κατάλοιπα: ρυπογόνες ουσίες που προκύπτουν από πυρηνική έκρηξη. [< αγγλ. radioactive fallout, 1952] , ραδιενεργά/πυρηνικά απόβλητα: πολύ επικίνδυνα αναλωθέντα καύσιμα ή υλικά που προέρχονται κυρ. από σταθμούς πυρηνικής ενέργειας. [< αγγλ. radioactive waste, 1947] , ραδιενεργό (χημικό) στοιχείο: του οποίου όλα τα ισότοπα είναι ραδιενεργά: τεχνητά/φυσικά ~ά ~α. Βλ. θόριο, μεντελέβιο, ουράνιο, πολώνιο, προμήθειο, ράδιο. ΣΥΝ. ραδιοστοιχείο [< γαλλ. élément radioactif] , ραδιενεργός ρύπανση: μόλυνση του περιβάλλοντος από ραδιενεργά απόβλητα. [< αγγλ. radioactive pollution, 1977] , ραδιενεργό μέταλλο βλ. μέταλλο, ραδιενεργό νέφος βλ. νέφος, ραδιενεργός ακτινοβολία βλ. ακτινοβολία [< γαλλ. radioactif, 1896, αγγλ. radioactive, 1898]

στήλη

στήλη στή-λη ουσ. (θηλ.) 1. κατακόρυφη διαίρεση έντυπης ή ηλεκτρονικής σελίδας και ειδικότ. το τμήμα εφημερίδας, περιοδικού ή ιστοσελίδας που αναφέρεται σταθερά σε κάποιο ειδικό θέμα: αριστερή/δεξιά ~. ~ εντύπου. Συμπληρώστε μόνο την πρώτη ~. Συνδέστε τα στοιχεία της ~ης Α με τα στοιχεία της ~ης Β.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ επιλογών/πίνακα. Επικεφαλίδα/ετικέτα/πλάτος/ύψος ~ης. Διαγραφή/εισαγωγή/επιλογή ~ης. ~ με δεξιά στοίχιση. Αφαιρώ/προσθέτω ~ες σε πίνακα. Δημιουργία ευρετηρίου σε ~ες. Βλ. κελί.|| Αθλητική/εβδομαδιαία/καλλιτεχνική/κοσμική ~. Μόνιμη/τακτική ~ (πβ. ρουμπρίκα). ~ αλληλογραφίας/ενημέρωσης/επικοινωνίας. Η ύλη/οι φίλοι της ~ης. Το περιοδικό εγκαινιάζει μια νέα ~. Στη ~ μας φιλοξενούμε ιατρικά θέματα. 2. επιμήκης σχηματισμός, διάταξη: επαγωγική/υδραργυρική ~. ~ ατμού/βιβλιοθήκης/(εξ)αερισμού/καλοριφέρ (: τα κάθετα στοιχεία που αποτελούν το σώμα του καλοριφέρ)/νερού/πάγου (= κολόνα). Βάση/κορυφή ~ης.|| ~ βιβλίων. Πβ. στοίβα, σωρός.|| (μτφ.) ~ φωτός (= δέσμη, λωρίδα). 3. όρθια, ορθογώνια, ανάγλυφη ή/και εγχάρακτη πλάκα, κυρ. από πέτρα ή μάρμαρο, με μικρό πάχος: αναμνηστική/επιτάφια/τιμητική ~. (ΑΡΧΑΙΟΛ.) Αναθηματική/επιτύμβια ~. Οι ~ες του Ολυμπίου Διός (: εσφαλμ., αντί οι στύλοι). ● ΣΥΜΠΛ.: ηλεκτρική στήλη/ηλεκτρικό στοιχείο: ΗΛΕΚΤΡ. συσκευή η οποία μετατρέπει την ενέργεια που απελευθερώνεται από μια χημική αντίδραση σε ηλεκτρική· μπαταρία: αρνητικός ή θετικός πόλος/τάση ~ής ~ης., βολταϊκή στήλη βλ. βολταϊκός, Ηράκλειες Στήλες βλ. ηράκλειος, σπονδυλική στήλη βλ. σπονδυλικός ● ΦΡ.: μένω/γίνομαι στήλη άλατος (μτφ.): ακινητοποιούμαι λόγω έντονης και συνήθ. δυσάρεστης έκπληξης. ΣΥΝ. μένω άγαλμα, μένω κάγκελο [< στήλη ἁλὸς. ΠΔ, Γένεσις, 19,26] [< 1,2: γαλλ. pile, colonne 3: αρχ. στήλη]

υγρός

υγρός, ή, ό [ὑγρός] υ-γρός επίθ. 1. που έχει ρευστή σύσταση: ~ός: σίδηρος. ~ή: ενέργεια/κόλλα/μελάνη/μορφή/σοκολάτα/τροφή/φάση/χρωματογραφία. ~ό: διάλυμα/καύσιμο/λίπασμα/σαπούνι (= υγροσάπουνο). ~ά: απόβλητα/μέταλλα. Σε ~ή κατάσταση. 2. που έχει υγρασία, έχει βραχεί ή γίνεται μέσα σε υγρό: ~ός: αέρας/καιρός/τοίχος. ~ή: ατμόσφαιρα. ~ό: περιβάλλον/χώμα.|| ~ή: πετσέτα. ~ά: μωρομάντιλα/πανάκια/ρούχα. Πβ. νοτερός, νοτισμένος, νωπός.|| ~ή: αποστείρωση. ΑΝΤ. στεγνός (1) ● ΣΥΜΠΛ.: υγρά σύμφωνα: ΓΡΑΜΜ. οι φθόγγοι λ και ρ., υγρό στοιχείο: το νερό· ειδικότ. οι θάλασσες, τα ποτάμια, οι λίμνες και οι ωκεανοί., υγρός στίβος: ΑΘΛ. τα αθλήματα πισίνας (κολύμβηση, συγχρονισμένη κολύμβηση, υδατοσφαίριση, καταδύσεις)., υγρός τάφος: το υγρό στοιχείο, συνήθ. η θάλασσα για όσους χάνουν τη ζωή τους εκεί μετά από ναυάγιο ή ατύχημα., οθόνη υγρών κρυστάλλων βλ. οθόνη, υγρά λιβάδια βλ. λιβάδι, υγρό άζωτο βλ. άζωτο, υγρό πυρ βλ. πυρ, υγροί κρύσταλλοι βλ. κρύσταλλος [< αρχ. ὑγρός]

υπερτεμαχιακός

υπερτεμαχιακός, ή, ό [ὑπερτεμαχιακός] υ-περ-τε-μα-χι-α-κός επίθ.: κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: υπερτεμαχιακά στοιχεία & (σπάν.) προσωδιακά στοιχεία: ΓΛΩΣΣ. χαρακτηριστικά του λόγου, όπως ο τόνος, ο επιτονισμός και η ένταση της φωνής, τα οποία εφαρμόζονται στα εκφωνήματα. Βλ. παραγλωσσικά στοιχεία. [< αγγλ. suprasegmental, 1941, γαλλ. ~, περ. 1960]

φωτοβολταϊκός

φωτοβολταϊκός, ή, ό φω-το-βολ-τα-ϊ-κός επίθ.: ΗΛΕΚΤΡΟΝ. που μετατρέπει την ηλιακή ενέργεια σε ηλεκτρική: ~ός: συλλέκτης/φορτιστής. ~ή: γεννήτρια/ενέργεια/τεχνολογία. ~οί: σταθμοί. ~ά: συστήματα. ● Ουσ.: φωτοβολταϊκά (τα): διατάξεις που παράγουν ρεύμα από την ηλιακή ακτινοβολία: ~ σε στέγες. ~ ισχύος ... ● ΣΥΜΠΛ.: φωτοβολταϊκό πάνελ & φωτοβολταϊκό πλαίσιο: σύνολο φωτοβολταϊκών στοιχείων τα οποία είναι ηλεκτρονικά συνδεδεμένα μεταξύ τους., φωτοβολταϊκό πάρκο 1. μεγάλος σταθμός με συστήματα παραγωγής φωτοβολταϊκής ενέργειας. 2. χώρος έρευνας και ανάπτυξης φωτοβολταϊκών συστημάτων, που περιλαμβάνει εργαστήρια, βιβλιοθήκες και άλλες εγκαταστάσεις., φωτοβολταϊκό στοιχείο & φωτοβολταϊκή κυψέλη & (σπάν.) φωτοβολταϊκό κύτταρο: ελάχιστη μονάδα φωτοβολταϊκού συστήματος, συνήθ. τετράγωνη. ΣΥΝ. ηλιακή κυψέλη, φωτοβολταϊκό φαινόμενο: η άμεση μετατροπή του ηλιακού φωτός σε ηλεκτρική ενέργεια, όταν αυτό προσπέσει σε ορισμένα υλικά. [< αγγλ. photovoltaic, 1923, γαλλ. photovoltaïque, 1937]

ψηφιακός

ψηφιακός, ή, ό ψη-φι-α-κός επίθ. ΠΛΗΡΟΦ.-ΤΕΧΝΟΛ. 1. που λειτουργεί ή γίνεται με σήματα ή δεδομένα τα οποία αναπαρίστανται μέσω διακριτών αριθμητικών αξιών μιας φυσικής ποσότητας (συνήθ. των ψηφίων 0 και 1)· κυρ. που αποτελεί προϊόν της σχετικής τεχνολογίας ή αναφέρεται σε αυτή: ~ός: αναλυτής/αποκωδικοποιητής/δέκτης/ενισχυτής/εξοπλισμός/επεξεργαστής (σήματος)/μετατροπέας (εικόνας/ήχου)/σαρωτής/υπολογιστής. ~ή: κάμερα/φωτογραφική μηχανή. ~ά: μέσα (: κείμενο, εικόνες, βίντεο)/όργανα. ΑΝΤ. αναλογικός.|| ~ός: κόμβος/χώρος (πβ. ιστοχώρος, σάιτ). ~ή: (ΤΗΛΕΠ.) γραμμή. ~ό: δίκτυο/κανάλι/κύκλωμα/περιβάλλον/σύστημα (ελέγχου/πλοήγησης). ~ές: υπηρεσίες. ~ά: (τηλεφωνικά) κέντρα.|| ~ός: έλεγχος/προγραμματισμός/σχεδιασμός. ~ή: αποθήκευση/εγγραφή/εκτύπωση/επεξεργασία/επικοινωνία/καταγραφή/καταχώρηση/κωδικοποίηση/λήψη/μετάβαση/μετάδοση/πληροφορία/προσομοίωση/σχεδίαση.|| ~ός: χάρτης. ~ό: περιοδικό/πιστοποιητικό/υλικό. ~ά: αρχεία/παιχνίδια. Κείμενο σε ~ή μορφή. Πβ. ηλεκτρονικός.|| ~ός: (αν)αλφαβητισμός/αποκλεισμός/κινηματογράφος/κόσμος/πολιτισμός. ~ή: ανάπτυξη/αυτοδιοίκηση/εποχή/τέχνη. ~ό: μέλλον/σχολείο. (Εθνική) ~ή πολιτική/στρατηγική. ~οί: πόροι.~ές: δεξιότητες/δυνατότητες/ευκαιρίες. 2. (ειδικότ.) που έχει δημιουργηθεί, παραχθεί με ψηφιακή εγγραφή: ~ός: δίσκος (πβ. σιντί, ντιβιντί)/ήχος. ~ή: εικόνα/μουσική/ταινία. 3. (για συσκευή) που αναπαριστά πληροφορίες με ψηφία: ~ός: αισθητήρας/ελεγκτής (θέρμανσης/πίεσης)/μετρητής/παλμογράφος. ~ή: ζυγαριά/οθόνη. ~ό: ραδιόφωνο/ρολόι/χρονόμετρο.|| ~ές: ενδείξεις. ΑΝΤ. αναλογικός (1) ● επίρρ.: ψηφιακά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: ψηφιακά στοιχεία: που έχουν τη μορφή διακριτών ποσοτήτων (ψηφίων, συμβόλων)., Ασύμμετρη Ψηφιακή Συνδρομητική Γραμμή βλ. ασύμμετρος, ηλεκτρονική/ψηφιακή τάξη βλ. τάξη, ηλεκτρονικές/ψηφιακές αγορές βλ. αγορά, ηλεκτρονικό βιβλίο βλ. βιβλίο, ηλεκτρονικός/ψηφιακός αναγνώστης βλ. αναγνώστης, νέα/ψηφιακή οικονομία βλ. οικονομία, προσωπικός ψηφιακός βοηθός βλ. βοηθός, ψηφιακή αρχαιολογία βλ. αρχαιολογία, ψηφιακή επιμέλεια βλ. επιμέλεια, ψηφιακή πόλη βλ. πόλη, ψηφιακή τηλεόραση βλ. τηλεόραση, ψηφιακή/ηλεκτρονική βιβλιοθήκη βλ. βιβλιοθήκη, ψηφιακή/ηλεκτρονική κορνίζα βλ. κορνίζα, ψηφιακή/ηλεκτρονική υπογραφή βλ. υπογραφή, ψηφιακό μέρισμα βλ. μέρισμα, ψηφιακό στιλό βλ. στιλό, ψηφιακό χαρτί βλ. χαρτί, ψηφιακό χάσμα βλ. χάσμα, ψηφιακό χρήμα βλ. χρήμα, ψηφιακό/ηλεκτρονικό έντυπο βλ. έντυπο, ψηφιακοί νομάδες βλ. νομάδας, ψηφιακοί νομάδες, βλ. νομάδας, ψηφιακός Τύπος βλ. τύπος [< αγγλ. digital, 1938, γαλλ. ~, 1961]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.