Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • στοιχειακός , ή, ό στοι-χει-α-κός επίθ. 1. ΧΗΜ. που αναφέρεται σε ένα ή περισσότερα στοιχεία: ~ός: άνθρακας/σίδηρος. ~ή: ανάλυση (: για την ανίχνευση διαφόρων στοιχείων και της αναλογίας τους σε μια ένωση). ~ό: χλώριο. 2. (σπάν.) που σχετίζεται με τα πνεύματα, με τα στοιχειά: Οι ~ές δυνάμεις της φύσης. [< μεσν. στοιχειακός, γαλλ. élémentaire]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.