Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • στοματικός , ή, ό στο-μα-τι-κός επίθ.: ΙΑΤΡ. που σχετίζεται με το στόμα: ~ός: βλεννογόνος/καρκίνος. ~ή: κοιλότητα/υγεία/υγιεινή/φροντίδα/χειρουργική. ~ό: διάλυμα (= στοματόπλυμα). ~ές: πλύσεις. ~ά: έλκη.|| (ΨΥΧΑΝ.) ~ό: στάδιο (: το πρώτο στάδιο ανάπτυξης της προσωπικότητας κατά τη φροϋδική θεωρία).|| ~ός: έρωτας/~ό: σεξ (: αιδοιο-, πεο-λειξία).|| (ΖΩΟΛ.) Τα ~ά μόρια των εντόμων. [< μτγν. στοματικός, γαλλ.-αγγλ. oral, αγγλ. oral sex, 1959]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.