Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • στουμπίζω στου-μπί-ζω ρ. (μτβ.) {στούμπι-σα κ. στούμπη-ξα, στουμπί-στηκε, -σμένος} & στουμπάω (-ώ) (προφ.) 1. κοπανίζω, λιώνω κάτι: ~σε το κρεμμύδι. ~σμένο: καρύδι/σκόρδο/σουσάμι. Πβ. συνθλίβω. 2. (μτφ.) δέρνω κάποιον, προκαλώντας του μώλωπες. Πβ. ξυλο-κοπώ, -φορτώνω. [< 17ος αι. < στούμπος]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.