Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • στράτευση στρά-τευ-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΣΤΡΑΤ. κατάταξη στον στρατό για υπηρέτηση της στρατιωτικής θητείας: υποχρεωτική ~. Αρνητής ~ης (πβ. αντιρρησίας συνείδησης). Αναβολή/χαρτί ~ης. Πρόσκληση για ~. Εξαίρεση από τη ~. (ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ.) Υπόχρεος στρατεύσεως. 2. (μτφ.-λόγ.) αφοσίωση σε μια ιδεολογία, σε έναν σκοπό: κοινωνική/κομματική/πολιτική ~. ~ στον αγώνα. ~ ενάντια στην αδικία. Βλ. συ~. [< 1: αρχ. στράτευσις 2: γαλλ. engagement, 1945]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.