Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • στρέψη στρέ-ψη ουσ. (θηλ.): ΦΥΣ. παραμόρφωση σώματος υπό την επίδραση δύο αντίθετων δυνάμεων περιστροφής που ασκούνται παράλληλα στα δύο του άκρα: ~ δοκού. Γωνία/ροπή ~ης. Αντοχή στη ~. Κάμψη και ~. [< αρχ. στρέψις ‘στρίψιμο, στροφή’, γαλλ. torsion]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.