Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • στραβωμάρα στρα-βω-μά-ρα ουσ. (θηλ.) & (συχνότ.) στραβομάρα (προφ.-μειωτ.): ασθενής όραση και κατ' επέκτ. απροσεξία: Δεν βλέπω στα πέντε μέτρα από τη ~. Μπροστά σου είναι! ~ έχεις; Πβ. γκαβωμάρα, τύφλα. Βλ. κουφαμάρα. [πβ. στραβωμάδα, 17ος αι.]

κουφαμάρα

κουφαμάρα κου-φα-μά-ρα ουσ. (θηλ.) (λαϊκό-μειωτ.) 1. βαρηκοΐα ή κώφωση: Καλά, ~ έχεις (= είσαι κουφός, δεν ακούς); Με την ~ που τον δέρνει ... Πβ. κωφότητα. 2. {συνήθ. στον πληθ.} (αργκό) ανοησία, βλακεία: Όλο ~ες λέει! Πβ. αρλούμπα, ασυναρτησία, κοτσάνα, κουλαμάρα. ΣΥΝ. κουφό

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.