Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • στρατηγική στρα-τη-γι-κή ουσ. (θηλ.) 1. (μτφ.) οργανωμένο σύστημα σχεδίων και δράσεων για την επίτευξη ενός σκοπού: αναπτυξιακή/εθνική/εκλογική/ενιαία/επιχειρησιακή (πβ. μάνατζμεντ)/ευρωπαϊκή/κοινή/οικονομική/παγκόσμια ~. (ΟΙΚΟΝ.) ~ επενδύσεων. ~ του κόμματος/της κυβέρνησης/του ομίλου (βλ. πλάνο). ~ οργάνωσης και διοίκησης. ~ές απομνημόνευσης (βλ. μνημοτεχνικός)/διδασκαλίας/μάθησης. Αναμόρφωση/άξονες/παιχνίδια ~ής. Αρχές και κατευθύνσεις ~ών. ~ και στόχοι. Ακολουθώ/αλλάζω/εφαρμόζω/καθορίζω/υιοθετώ/χαράσσω μια ~. Η κύρια ~ μας είναι η πελατοκεντρική προσέγγιση. Βλ. τεχνική. 2. ΣΤΡΑΤ. τομέας της πολεμικής επιστήμης και τέχνης που έχει ως αντικείμενο τον συντονισμό των δυνάμεων για την εκτέλεση εγκεκριμένων σχεδίων σε καιρό ειρήνης ή πολέμου και ειδικότ. για τη διεξαγωγή πολεμικών επιχειρήσεων: αμυντική/ναυτική/πολεμική/στρατιωτική ~. ~ εθνικής ασφάλειας. Εξουδετέρωσαν τη ~ των εχθρών. Βλ. τακτική. ● ΣΥΜΠΛ.: πολιτική/στρατηγική επικοινωνίας βλ. επικοινωνία [< 1: γαλλ. stratégie, αγγλ. strategy, strategics 2: αρχ. στρατηγική]

επικοινωνία

επικοινωνία [ἐπικοινωνία] ε-πι-κοι-νω-νί-α ουσ. (θηλ.) {επικοινωνι-ών} 1. διαδικασία ανταλλαγής (μετάδοσης-λήψης) μηνυμάτων (πληροφοριών, σκέψεων, ιδεών, συναισθημάτων) ανάμεσα σε έναν πομπό και έναν δέκτη, με τη χρήση ενός κώδικα, δηλ. ενός συστήματος συμβόλων, όπως λέξεις, μουσική, σήματα, χειρονομίες, νεύματα, εκφράσεις του προσώπου: άμεση (: χωρίς μεσολάβηση ή γρήγορα, χωρίς καθυστέρηση)/ανοιχτή/απευθείας/διαδικτυακή/μαζική (: με απεριόριστους αποδέκτες, πχ. μέσω της τέχνης, της διαφήμισης, των ΜΜΕ)/ταχυδρομική ~. Διά ζώσης/ζωντανή ~. Γλωσσική/γραπτή/νοηματική/προφορική ~. Διάλογος και ~ (πβ. συζήτηση). Μορφές ~ας. Τηλέφωνο ~ας. Έχω ~ με τον ... Βρίσκομαι/είμαι/έρχομαι/παραμένω σε ~ με κάποιον (= επικοινωνώ). O πύργος ελέγχου έχασε την ~ με το αεροπλάνο.|| Θεωρία της ~ας. Τμήμα ~ας και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης. Πολιτική ~ (: κλάδος που μελετά τη χρήση της πληροφορίας για την προώθηση πολιτικών στόχων). 2. ΤΗΛΕΠ. (ειδικότ.) τηλεπικοινωνία: απρόσκοπτη/ασύρματη/ενσύρματη/τηλεφωνική ~. Διαδικτυακή/ηλεκτρονική ~ (: ιμέιλ, μπλογκ). Ανοιχτές γραμμές/δίκτυο/θύρα (βλ. USB)/συστήματα ~ας. Λίστα/φόρμα ~ας. Βλ. ενδο~, ραδιο~, τηλεματική. 3. επαφή, σχέση, αλληλεπίδραση· συνεννόηση: αμοιβαία/ανθρώπινη/διαπολιτισμική/διαπροσωπική/ελεύθερη/ερωτική/πνευματική/συναισθηματική/ψυχική ~. ~ μεταξύ γονέων και παιδιών/συζύγων. Του απαγόρευσαν κάθε ~ με τον έξω κόσμο. Βλ. ανατροφοδότηση, διάδραση.|| Αδυναμία/απουσία/δυσκολία/πρόβλημα ~ας. Έλλειψη ~ας ανάμεσα σε διαφορετικές γενιές (= χάσμα γενεών). Έχουν κοινή γλώσσα ~ας (: ταιριάζουν). ΑΝΤ. ασυνεννοησία. 4. (μτφ.) σύνδεση μεταξύ χώρων, τόπων: ~ δύο ηπείρων/πόλεων. Η ~ με πολλά ορεινά χωριά διακόπηκε εξαιτίας των χιονοπτώσεων. Βλ. μετακίνηση, μεταφορά, συγκοινωνία.επικοινωνίες (οι) (συνεκδ.): ΤΗΛΕΠ. το σύνολο των τεχνολογικών κυρ. μέσων με τα οποία επιτυγχάνεται η ανταλλαγή μηνύματων: δορυφορικές/κινητές/στρατιωτικές/ψηφιακές ~. Τμήμα Πληροφορικής και ~ών. ● ΣΥΜΠΛ.: οπτική επικοινωνία: η μετάδοση ενός μηνύματος με οπτικά μέσα., πολιτική/στρατηγική επικοινωνίας & επικοινωνιακή πολιτική/στρατηγική: σχεδιασμός που στοχεύει στη διαμόρφωση και προώθηση μηνύματος ή της δημόσιας εικόνας κάποιου: ~ ~ επιχείρησης/κόμματος/οργανισμού/τηλεοπτικού καναλιού. [< γαλλ. politique/stratégie de communication] , σύμβουλος επικοινωνίας & επικοινωνιακός σύμβουλος: επαγγελματίας που ασχολείται με την πολιτική/στρατηγική επικοινωνίας: ~ ~ και διαφήμισης/οργάνωσης. ~ ~ και δημοσίων σχέσεων. [< αγγλ. communication consultant] , αμφίδρομη επικοινωνία βλ. αμφίδρομος, ασύγχρονη επικοινωνία βλ. ασύγχρονος, γέφυρα επικοινωνίας βλ. γέφυρα, δίαυλος επικοινωνίας βλ. δίαυλος, δικαίωμα επικοινωνίας βλ. δικαίωμα, εβδομάδα επικοινωνίας βλ. εβδομάδα, λεκτική επικοινωνία βλ. λεκτικός, Μέσα (Μαζικής) Ενημέρωσης/Επικοινωνίας βλ. μέσο, μέσο επικοινωνίας βλ. μέσο, μονόδρομη επικοινωνία βλ. μονόδρομος, σύγχρονη επικοινωνία βλ. σύγχρονος, Τεχνολογίες Πληροφορίας και Επικοινωνίας/Επικοινωνιών βλ. πληροφορία, φατική επικοινωνία/επαφή βλ. φατικός, χορηγός επικοινωνίας βλ. χορηγός [< πβ. αρχ. ἐπικοινωνία ‘αμοιβαία σχέση, συμμετοχή’, γαλλ.-αγγλ. communication]

τακτική

τακτική τα-κτι-κή ουσ. (θηλ.) & (προφ.) ταχτική 1. σειρά ενεργειών, σύνολο συντονισμένων μέσων για την επίτευξη συγκεκριμένου σκοπού: αμυντική/δοκιμασμένη/έξυπνη/επιθετική/λάθος/οικονομική/πολιτική/πονηρή/σκληρή ~. Εφαρμογή μιας ~ής. Η αντιπολιτευτική/προεκλογική ~ ενός κόμματος. Η υπερασπιστική ~ (= γραμμή) του δικηγόρου. Πάγια ~ της διοίκησης είναι να ...|| (ΑΘΛ.) Η αγωνιστική ~ μιας ομάδας.|| Η ~ του αιφνιδιασμού/του ανταρτοπόλεμου/του αντιπερισπασμού/των ίσων αποστάσεων/της υποχώρησης/των χαμηλών τόνων. Πβ. μέθοδος. Bλ. τεχνική.|| H ~ που ακολουθείς δεν είναι σωστή. Βλ. οδός, στάση, συμπεριφορά. 2. ΣΤΡΑΤ. τρόπος χρήσης των διαθέσιμων μέσων κατά τη μάχη, σχέδιο επιχείρησης: πολεμική ~. ~ πτήσης. Βλ. στρατηγική. [< 1: γαλλ. tactique, ordre, αγγλ. tactic(s) 2: αρχ. τακτική (τέχνη)]

τεχνική

τεχνική τε-χνι-κή ουσ. (θηλ.) 1. το σύνολο των μεθόδων για την παραγωγή συγκεκριμένου έργου ή αποτελέσματος· κατ' επέκτ. ο τρόπος και η ικανότητα χρήσης των διαθέσιμων μέσων για την άσκηση μιας δραστηριότητας· ειδικότ. το ιδιαίτερο, προσωπικό ύφος, η τεχνοτροπία: αποτελεσματική/χρήσιμη ~. Απλές/βασικές/εφαρμοσμένες/πρακτικές/προχωρημένες/σύγχρονες/συμβατικές/ψυχολογικές ~ές. Διδακτικές/εκπαιδευτικές ~ές. ~ές μασάζ/χαλάρωσης. Οι ~ές ενός αθλήματος/χορού. ~ές πωλήσεων και επικοινωνίας. Δεν έχει μάθει ακόμα τις ~ές (: τα μυστικά) της δουλειάς.|| Η ~ της αφήγησης/της διαφήμισης/του θεάτρου/του κινηματογράφου/της φωτογραφίας. Η ~ της πειθούς. Πβ. τέχνη.|| Άριστη/άρτια ~. Επίδειξη υψηλής ~ής. Δεν έχει καλή ~. Πρέπει να βελτιώσει/δουλέψει κι άλλο την ~ του. Βλ. στρατηγική, τακτική.|| (αρνητ. συνυποδ.) Η ~ της διαστρέβλωσης/της υπεκφυγής.|| Καινούργια/μικτή ~ (στη ζωγραφική). Η ~ ενός πιανίστα/ενός συγγραφέα/μιας (καλλιτεχνικής) σχολής. Πβ. στιλ. 2. τεχνολογική εφαρμογή των επιστημονικών γνώσεων στην παραγωγή: ~ ανάλυσης/κατασκευής κτιρίων/ψηφιακής επεξεργασίας εικόνας. Η ~ της κλωνοποίησης. Πρωτοποριακές ~ές.|| Ηλιακή/συγκοινωνιακή ~. ● ΣΥΜΠΛ.: τεχνική (της) χαρτοπετσέτας βλ. χαρτοπετσέτα [< γαλλ.-αγγλ. technique, γερμ. Technik]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.