στρατηγός στρα-τη-γός ουσ. (αρσ.) 1. ΣΤΡΑΤ. ανώτατος στρατιωτικός, διοικητής στρατεύματος ή επιτελείου ή (στον Ελληνικό Στρατό) ο εκάστοτε αρχηγός Γ.Ε.ΕΘ.Α., αν προέρχεται από τον Στρατό Ξηράς και κατ΄ επέκτ. προσφώνηση που απευθύνεται και προς τον υποστράτηγο ή τον αντιστράτηγο: απόστρατος/βετεράνος ~.|| (ως προσφών., χωρίς το κύριε) ~έ (μου). Βλ. αρχιστράτηγος, ναύ-, πτέρ-αρχος.2. (μτφ.) ηγέτης ομάδας, οργάνωσης που σχεδιάζει την τακτική της: ~ της Εθνικής ποδοσφαίρου/του κόμματος. Πβ. εγκέφαλος, ιθύνων νους, κάπτεν. [< 1: αρχ. στρατηγός ‘καθοδηγητής του στρατού’, κυβερνήτης’]
αρχιστράτηγος
αρχιστράτηγος [ἀρχιστράτηγος] αρ-χι-στρά-τη-γος ουσ. (αρσ.) {-ου (λόγ.) -ήγου}: ΣΤΡΑΤ. τίτλος που απονέμεται στον αρχηγό των Ενόπλων Δυνάμεων σε καιρό πολέμου. Πβ. στρατάρχης. [< μτγν. ἀρχιστράτηγος]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.