Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • στρατηγός στρα-τη-γός ουσ. (αρσ.) 1. ΣΤΡΑΤ. ανώτατος στρατιωτικός, διοικητής στρατεύματος ή επιτελείου ή (στον Ελληνικό Στρατό) ο εκάστοτε αρχηγός Γ.Ε.ΕΘ.Α., αν προέρχεται από τον Στρατό Ξηράς και κατ΄ επέκτ. προσφώνηση που απευθύνεται και προς τον υποστράτηγο ή τον αντιστράτηγο: απόστρατος/βετεράνος ~.|| (ως προσφών., χωρίς το κύριε) ~έ (μου). Βλ. αρχιστράτηγος, ναύ-, πτέρ-αρχος. 2. (μτφ.) ηγέτης ομάδας, οργάνωσης που σχεδιάζει την τακτική της: ~ της Εθνικής ποδοσφαίρου/του κόμματος. Πβ. εγκέφαλος, ιθύνων νους, κάπτεν. [< 1: αρχ. στρατηγός ‘καθοδηγητής του στρατού’, κυβερνήτης’]

αρχιστράτηγος

αρχιστράτηγος [ἀρχιστράτηγος] αρ-χι-στρά-τη-γος ουσ. (αρσ.) {-ου (λόγ.) -ήγου}: ΣΤΡΑΤ. τίτλος που απονέμεται στον αρχηγό των Ενόπλων Δυνάμεων σε καιρό πολέμου. Πβ. στρατάρχης. [< μτγν. ἀρχιστράτηγος]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.