Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • στρατολογώ [στρατολογῶ] στρα-το-λο-γώ ρ. (μτβ.) {στρατολογ-είς ..., -ώντας | στρατολόγ-ησα, -ήθηκα, -ημένος} 1. ΣΤΡΑΤ. καλώ τους στρατευσίμους και τους κατατάσσω στις τάξεις των Ενόπλων Δυνάμεων και γενικότ. συγκεντρώνω κυρ. άντρες, για να συγκροτήσουν στρατό: ~ήθηκε στον ελληνικό στρατό και πολέμησε στον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο.|| ~ούν μισθοφόρους/παιδιά. Οι αντάρτες ~ούν ενόπλους από τα γύρω χωριά. 2. (μτφ.-λόγ.) προσελκύω νέα μέλη, οπαδούς, υποστηρικτές σε οργανωμένη ομάδα ή για κάποιον κοινό σκοπό: ~ εθελοντές/επιστήμονες/εργάτες/πελάτες/πράκτορες/προσωπικό. ~ήθηκε στο κόμμα. ~ημένος από τις μυστικές υπηρεσίες/διά της βίας. Βλ. -λογώ. [< 1: μτγν. στρατολογῶ 2: γαλλ. recruter]

-λογώ

-λογώ{παθ. -ούμαι κ. (προφ.) -ιέμαι} επίθημα ρημάτων με τη σημασία του 1. μιλώ, εκφράζομαι, κρίνω: δευτερο-λογώ/μελλοντο~/μονο~.|| Ακριβο-λογώ/αοριστο~/γενικο~.|| (αρνητ. συνυποδ.) Αισχρο-λογώ/θριαμβο~/κακο~/πολυ~.|| Aξιο-λογώ/πιθανο~. 2. αποδίδω, (καθ)ορίζω: χρησμο-λογώ (πβ. -δοτώ).|| Bαθμο-λογώ/δασμο~/κοστο~/τιμο~/φορο~. 3. μαζεύω, συλλέγω, συγκεντρώνω: κορφο-λογώ.|| Ανθο-λογώ/σταχυο~.|| Ναυτο-λογώ/στρατο~. 4. (προφ.) κάνω κάτι με ένταση ή διάρκεια, έχω μια συνήθεια: τραβο-λογώ/χαζο~/χαϊδο~.|| (αρνητ. συνυποδ.) Μπεκρο-λογώ.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.