στρατόπεδο στρα-τό-πε-δο ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -έδου} 1. ΣΤΡΑΤ. χώρος με εγκαταστάσεις για μόνιμη ή προσωρινή διαμονή στρατιωτικών μονάδων· συνεκδ. το σύνολο των στρατιωτών που διαμένουν εκεί: ανενεργό/εγκαταλελειμμένο/πρώην ~. ~α εκπαίδευσης/νεοσυλλέκτων. Διοικητής ~έδου. Βλ. καταυλισμός.|| Ολόκληρο το ~ παρακολούθησε την εκδήλωση.2. (κυρ. σε καιρό πολέμου ή σε αυταρχικά καθεστώτα) φρουρούμενη περιοχή συγκέντρωσης και παραμονής πλήθους ανθρώπων υπό συνθήκες περιορισμού· κατ' επέκτ. ελεγχόμενος χώρος ακούσιας συνήθ. εγκατάστασης ατόμων που αποτελούν ιδιαίτερη ομάδα: ~ αιχμαλώτων/εξορίστων.|| ~α μεταναστών/προσφύγων.3. (μτφ.) κύκλος ανθρώπων που πρεσβεύουν κοινές ιδέες και έρχονται σε αντιπαράθεση με άλλους: το ~ των προοδευτικών/συντηρητικών. Το κυβερνητικό ~. Ανήκουν/βρίσκονται στο ίδιο ~/σε αντίπαλα/διαφορετικά ~α. Χωρίστηκαν σε δύο ~α. ΣΥΝ. παράταξη.|| (κατ' επέκτ.) Η νίκη επανέφερε τα χαμόγελα στο ~ της ομάδας. Η αστοχία άλλαξε ~ στο δεύτερο ημίχρονο. ● ΣΥΜΠΛ.: στρατόπεδα θανάτου/εξόντωσης: ΙΣΤ. τα ναζιστικά και σοβιετικά στρατόπεδα συγκέντρωσης. [< γαλλ. camps d'extermination, γερμ. Vernichtungslager] , στρατόπεδα συγκέντρωσης: ΙΣΤ. στα οποία μεγάλος αριθμός ανεπιθύμητων εθνικών, θρησκευτικών, κοινωνικών ή πολιτικών ομάδων κρατήθηκαν υπό απάνθρωπες συνθήκες, εκτελώντας καταναγκαστικά έργα ή με στόχο την εξολόθρευσή τους· κυρ. όσα οργανώθηκαν από τους Ναζί στη Γερμανία και αλλού: επιζώντες των ~έδων ~. Βλ. αντισημιτισμός, θάλαμος αερίων, κρεματόριο, ολοκαύτωμα. [< γαλλ. camps de concentration, 1906, γερμ. Konzentrationslager] [< αρχ. στρατόπεδον ‘στρατώνας, στρατός’, γαλλ. camp]
αντισημιτισμός
αντισημιτισμός [ἀντισημιτισμός] α-ντι-ση-μι-τι-σμός ουσ. (αρσ.): κοινωνικό και πολιτικό δόγμα που στρέφεται εναντίον των Εβραίων και της παγκόσμιας -κυρ. οικονομικής- επιρροής τους: ναζιστικός ~. Πβ. αντισιωνισμός. [< γαλλ. antisémitisme]
καταυλισμός
καταυλισμός κα-ταυ-λι-σμός ουσ. (αρσ.): χώρος συνήθ. προσωρινής διαμονής, με σκηνές ή πρόχειρα καταλύματα· σπανιότ. η ίδια η διαμονή: προσφυγικός/στρατιωτικός (πβ. στρατοπέδευση) ~. ~ αστέγων/προσφύγων/σεισμοπαθών/τσιγγάνων. Βλ. κατασκήνωση, -ισμός. [< γαλλ. bivouac, campement]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.