κόκκινος, η, ο κόκ-κι-νος επίθ. 1. που έχει το χρώμα του αίματος ή κάποια απόχρωσή του: ~ος: μαρκαδόρος. ~η: αλεπού/βότκα/μπογιά/πινακίδα (πβ. στοπ)/πιπεριά/σάλτσα (: συνήθ. από ντομάτα)/σημαία (: και ως σύμβολο της κομμουνιστικής επανάστασης). ~ο: ελάφι/κραγιόν/κρασί/κρέας (: το βοδινό και το μοσχαρίσιο σε αντίθεση προς τα άσπρα κρέατα)/κοράλλι/λάχανο/μήλο/πιπέρι/σταφύλι/στιλό/τριαντάφυλλο. ~α: αβγά (= πασχαλινά)/μαλλιά/νύχια/φασόλια/φώτα/ψάρια. ~ο πυρακτωμένο μέταλλο. Αρώματα ~ων φρούτων (π.χ. βατόμουρου, φράουλας). Πβ. άλικος, βαθυ~, ερυθρός, κατα~, ξανθο~, ολο~, πορφυρός. Βλ. κεραμιδί, κερασί, πορτοκαλί, ροζ, φαιο~, φούξια.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~η (κυματιστή) υπογράμμιση. 2. (μτφ.) κομμουνιστής ή κομμουνιστικός: ~ος: δήμαρχος. ~οι: δήμοι (: στους οποίους πλειοψηφούν οι κομμουνιστές). 3. που σχετίζεται με ομάδα που φορά κόκκινα: ~ος: θρίαμβος. ~η: νίκη. ~οι: φίλαθλοι. 4. που το δέρμα του έχει κοκκινωπό χρώμα: ~η: μύτη (από το κρύο). ~α: αυτιά/μάγουλα (από ντροπή/πυρετό). Τα μάτια σου είναι ~α από το κλάμα. Έγινε ~ από τον ήλιο/το θυμό. 5. ως χρώμα που χρησιμοποιείται για να δηλωθεί απαγόρευση, κίνδυνος: ~ος: κατάλογος (των απειλούμενων ζώων). ● Ουσ.: κόκκινο (το) 1. το αντίστοιχο χρώμα: έντονο (πβ. βερμιγιόν)/βαθύ/πύρινο/σκοτεινό ~. Το ~ της φωτιάς. Αποχρώσεις του ~ου (βλ. βυσσινί, γκρενά, μπορντό).|| (συνεκδ.) Πόνταρε στο ~ της ρουλέτας. (στον πληθ.) Φοράει πάντα ~α (ενν. ρούχα). 2. {χωρ. πληθ.} ο φωτεινός σηματοδότης που απαγορεύει την κίνηση των οχημάτων ή τη διέλευση πεζών: Μην περάσεις, άναψε ~. Πβ. Σταμάτης. ΑΝΤ. πράσινο (3), κόκκινοι (οι) 1. οι παίκτες και οι οπαδοί μιας ομάδας, της οποίας το έμβλημα έχει κόκκινο χρώμα, συνεκδ. η ίδια η ομάδα. 2. (συχνά με κεφαλ. το αρχικό Κ) οι κομμουνιστές και ειδικότ. οι Ρώσοι. ● Υποκ.: κοκκινάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: κόκκινη ζώνη: περιοχή όπου απαγορεύεται η είσοδος, η πρόσβαση, ή απαιτείται ειδική άδεια., κόκκινο πανί (μτφ.): καθετί που θυμώνει, εξοργίζει: Ο διορισμός του αποτελεί ~ ~ για τους επικριτές του., Κόκκινος Στρατός & (σπάν.) Ερυθρός Στρατός: ΙΣΤ. ο στρατός της Σοβιετικής Ένωσης που δημιουργήθηκε μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση., κόκκινος συναγερμός (μτφ.): γενική κινητοποίηση, επαγρύπνηση και κατ' επέκτ. απειλή, κίνδυνος: ~ ~ για το περιβάλλον/τις τιμές (πβ. καμπανάκι). ~ ~ στο στρατιωτικό επιτελείο. Σε ισχύ ο ~ ~ μέχρι την πλήρη κατάσβεση της πυρκαγιάς. Σε κατάσταση ~ου ~ού (: σε πλήρη επιφυλακή, ετοιμότητα). Πβ. κατάσταση έκτακτης ανάγκης. [< αγγλ. red alert, 1941] , κόκκινα βέλη βλ. βέλος, κόκκινα δάνεια βλ. δάνειο, κόκκινη γραμμή βλ. γραμμή, κόκκινη κάρτα βλ. κάρτα, κόκκινη λάσπη βλ. λάσπη, κόκκινη λίστα βλ. λίστα, κόκκινο χαλί βλ. χαλί, κόκκινο/πορτοκαλί τηλέφωνο βλ. τηλέφωνο, κόκκινος πλανήτης βλ. πλανήτης, κόκκινος/ερυθρός γίγαντας βλ. γίγαντας, σκοτωμένο κόκκινο/χρώμα βλ. σκοτώνω ● ΦΡ.: μου τη βγαίνει με κόκκινο (αργκό): για κάποιον που προλαβαίνει να ενεργήσει, κυρ. σε βάρος κάποιου άλλου. Πβ. βγαίνω (από) μπροστά., περνώ με κόκκινο: (για οδηγούς ή σπανιότ. πεζούς) παραβιάζω τον κόκκινο σηματοδότη: Πέρασε ~ και συγκρούστηκε με διερχόμενο αυτοκίνητο. Τον έγραψαν, γιατί πέρασε ~., πιάσε κόκκινο: προτροπή στον συνομιλητή να αγγίξει κάτι κόκκινο, για να αποφευχθεί η φιλονικία που, σύμφωνα με λαϊκή δοξασία, προμηνύεται από την ταυτόχρονη εκφώνηση της ίδιας λέξης ή φράσης από δύο ανθρώπους., στο κόκκινο/χτυπάω κόκκινο: σε οριακό σημείο, σε οριακές τιμές (πολύ υψηλές ή χαμηλές): ~ ~ η αδρεναλίνη/οι πωλήσεις της εταιρείας/ο υδράργυρος. Η τηλεθέαση χτύπησε ~ στο χθεσινό ντιμπέιτ. Η περιοχή βρίσκεται στο ~ για σεισμό., φωτιά στα κόκκινα! (προφ.): λέγεται από άνδρες κυρ. σε ωραία, νεαρή γυναίκα ντυμένη με (έντονα) κόκκινα ρούχα., γίνομαι κόκκινος/κοκκινίζω σαν (το) παντζάρι/(την) παπαρούνα/(τη) ντομάτα βλ. παντζάρι, το θερμόμετρο χτυπάει/χτύπησε κόκκινο βλ. θερμόμετρο [< μτγν. κόκκινος]
ξηρά ξη-ρά ουσ. (θηλ.): το τμήμα της γήινης επιφάνειας που δεν σκεπάζεται με νερό: λωρίδα/μεταφορικά μέσα/σπορ ~άς. Αποκλεισμός/επιδρομές από ~άς. Μετάβαση/ταξίδι είτε διά ~άς είτε διά θαλάσσης. Οι πεζοναύτες αποβιβάστηκαν στην ~. ΣΥΝ. στεριά ● ΣΥΜΠΛ.: Στρατός Ξηράς: ΣΤΡΑΤ. κλάδος των Ενόπλων Δυνάμεων, σε αντιδιαστολή με το Πολεμικό Ναυτικό και την Πολεμική Αεροπορία, που έχει ως αποστολή την υπεράσπιση της εθνικής ανεξαρτησίας και την εδαφική ακεραιότητα της χώρας και οι επιχειρήσεις του οποίου γίνονται στην ξηρά: Όπλα του ~ού ~ (: το Πεζικό, τα Τεθωρακισμένα, το Πυροβολικό, το Μηχανικό και οι Διαβιβάσεις). Σώματα ~ού ~ (: το Τεχνικό, το Σώμα Εφοδιασμού-Μεταφορών, το Σώμα Υλικού Πολέμου). [< αρχ. ξηρά (γῆ)]
ορδή [ὀρδή] ορ-δή ουσ. (θηλ.) {συνηθέστ. στον πληθ.}: άτακτο στρατιωτικό σώμα με επιθετικές τάσεις· κατ' επέκτ. κάθε ανοργάνωτο, απείθαρχο ή μανιασμένο πλήθος: ~ αγρίων/βανδάλων/βαρβάρων/εισβολέων/κατακτητών/πολεμιστών. Επέλαση/επιδρομή/λεηλασία ~ών.|| ~ές εκδρομέων/θαυμαστών/φιλάθλων. ~ές παραθεριστών/τουριστών κατέκλυσαν την παραλία. Έσπευσαν κατά ~ές να προμηθευτούν εισιτήρια για τη συναυλία. Πβ. λεφούσι, μπουλούκι, στίφη.|| ~ κουνουπιών/ποντικιών/πουλιών (: σμήνος). [< γαλλ. horde]
πολεμική πο-λε-μι-κή ουσ. (θηλ.): οξεία αρνητική κριτική, σφοδρή λεκτική επίθεση: Ο αρθρογράφος ασκεί σκληρότατη ~ εναντίον/κατά του ... Δέχτηκε δριμεία/έντονη ~. [< αρχ. πολεμική 'η τέχνη του πολέμου', γαλλ. polémique, αγγλ. polemic]
σώμα [σῶμα] σώ-μα ουσ. (ουδ.) {σώμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. το σύνολο των υλικών στοιχείων ενός ζωντανού οργανισμού (μέλη, όργανα), η φυσική κατασκευή του, η εξωτερική μορφή ή ειδικότ. ο κορμός (σε αντιδιαστολή με το κεφάλι και τα άκρα ή την ψυχή και το πνεύμα): αγύμναστο/αθλητικό/ανδρικό/ανεπτυγμένο/γεροδεμένο/γυμνασμένο/γυναικείο/εφηβικό/καλλίγραμμο/λεπτό/μυώδες/παιδικό/παχύ/υγιές ~. Άσκηση/βάρος/θερμοκρασία/κίνηση/(φυσικές) λειτουργίες του ~ατος. Μέρη του ~ατος. Αναλογίες ενός ~ατος (: οι διαστάσεις των μελών του ή, ειδικότ. για γυναίκες, εκείνες του στήθους, της μέσης και της περιφέρειας). Ασκώ/γυμνάζω το ~ μου. Ποσοστό λίπους στο ~ (βλ. λιπομέτρηση). ~ (σαν) λάστιχο. Συμφιλιώνομαι με το ~ μου (: αποδέχομαι τις ατέλειές του). Έχει όμορφο πρόσωπο, αλλά δεν έχει ~ (ενν. καλό ~). Δωρητής Οργάνων ~ατος.|| (ειδικότ., κυρ. το δέρμα:) Λείο/σφριγηλό/χαλαρό ~. Αισθητική/απολέπιση/ενυδάτωση/καθαρισμός/καλλυντικά/κρέμα/λοσιόν/περιποίηση/πλύσιμο/φροντίδα (του) ~ατος.|| Η γλώσσα του ~ατος (: ο τρόπος κίνησης και η στάση του ~ατος ως έκφραση των διαθέσεων και των συναισθημάτων του ανθρώπου). 2. κάθε υλικό αντικείμενο με συγκεκριμένες ιδιότητες, αντιληπτό με τις αισθήσεις: αέριο/στερεό/υγρό ~. Ουράνια ~ατα. Βαρύτητα/πτώση των ~άτων.|| (ΓΕΩΜ., στερεό αντικείμενο τριών διαστάσεων, σε αντιδιαστολή με το επίπεδο σχήμα:) Ο κώνος είναι γεωμετρικό ~. Βλ. πολύσωμα. 3. το μεγαλύτερο ή κυριότερο τμήμα ενός συνόλου, οργάνου ή μιας κατασκευής: ~ της αντλίας/κιθάρας (= σκάφος)/(φωτογραφικής) μηχανής/συσκευής/του συστήματος. ~ εγγράφου/επιταγής (: το έντυπο, το χαρτί). Μεταλλικό/φωτιστικό/χαλύβδινο ~.|| (ειδικότ., για συσκευή θέρμανσης) Ηλεκτρικό ~. ~ καλοριφέρ/με ηλεκτρισμό.|| Με τη συμπίεση τα υλικά έγιναν ένα ~ (βλ. συμπαγοποίηση). (μτφ.) Στη συναυλία όλο το ακροατήριο γίναμε ένα ~ (: ενωθήκαμε).|| (ΟΙΚΟΔ.) Το ~ του κτιρίου. 4. σύνολο προσώπων που ανήκουν στην ίδια επιστημονική, κοινωνική ή άλλη κοινότητα ή ομάδα, με συγκεκριμένη οργάνωση και δραστηριότητα: αιρετό/δικαστικό/δικηγορικό/εκλεκτορικό/ιατρικό/προξενικό/συμβουλευτικό ~. ~ των ενόρκων/επιθεωρητών/(ορκωτών) λογιστών/φροντιστών. ~ Ελληνικού Οδηγισμού. ~ Eλλήνων προσκόπων. ~ Ορκωτών Εκτιμητών. Το διοικητικό συμβούλιο συνήλθε σε ~. 5. συλλογή στοιχείων ενός γνωστικού αντικειμένου, ταξινομημένων σε χειρόγραφη ή ηλεκτρονική μορφή, για επιστημονική μελέτη: ~ επιγραφών/παπύρων/πηγών δικαίου. 6. ΣΤΡΑΤ. στρατιωτική μονάδα μεγαλύτερη από τη μεραρχία και μικρότερη από τη στρατιά ή μη μάχιμη στρατιωτική δύναμη· συνεκδ. σύνολο ανθρώπων και υπηρεσιών με εκπαίδευση και οργάνωση στρατιωτικής μορφής: ~ εφέδρων/πεζοναυτών. Στρατιωτική Σχολή Αξιωματικών ~άτων (ΣΣΑΣ).|| Τεχνικό/Υγειονομικό ~. ~ Υλικού Πολέμου (ΣΥΠ).|| ~ Πολιτοφυλακής. Αστυνομικό ~. Αποτάχθηκε/αποπέμφθηκε από το ~ ... 7. ΕΚΚΛΗΣ. ο άρτος της Θείας Ευχαριστίας και το σύνολο των μελών της Εκκλησίας (με τον Χριστό ως κεφαλή): Το ~ και το αίμα του Χριστού.|| Tο ~ της Eκκλησίας. 8. ΤΥΠΟΓΡ. σύγγραμμα, τόμος και γενικότ. αντίτυπο βιβλίου μετά τη βιβλιοδεσία. ● Υποκ.: σωματάκι (το): κυρ. στη σημ. 1. ● Μεγεθ.: σωματάρα (η): κυρ. στη σημ. 1. ● ΣΥΜΠΛ.: Σώμα Στρατού: ΣΤΡΑΤ. στρατιωτικός σχηματισμός (με ενιαία διοίκηση) που αποτελείται από μεραρχίες καθώς και από μονάδες όλων των όπλων και της διοικητικής μέριμνας., σώμα του εγκλήματος: ΝΟΜ. το υλικό μέσο της εκτέλεσης ενός εγκλήματος και γενικότ. το πειστήριο: αδιαμφισβήτητο/αδιάσειστο/επαρκές ~ ~.|| Το ~ ~, η πλαστογραφημένη επιταγή, βρέθηκε στο αυτοκίνητο του συλληφθέντος. [< λατ. corpus delicti] , Δείκτης Μάζας Σώματος (ΔΜΣ) βλ. μάζα, Διπλωματικό Σώμα βλ. διπλωματικός, εκλογικό σώμα βλ. εκλογικός, Επιθεώρηση Εργασίας/Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας βλ. επιθεώρηση, θερμαντικό σώμα βλ. θερμαντικός1, κετονικά σώματα βλ. κετονικός, Λιμενικό Σώμα-Ελληνική Ακτοφυλακή βλ. λιμενικός, μέλαν σώμα βλ. μέλας, ξένο σώμα βλ. ξένος, Πυροσβεστική Υπηρεσία/Πυροσβεστικό Σώμα βλ. πυροσβεστικός, σώμα κειμένων βλ. κείμενο, Σώματα Ασφαλείας βλ. ασφάλεια, τυλώδες σώμα βλ. τυλώδης ● ΦΡ.: εν σώματι (λόγ.): σύσσωμοι, όλοι μαζί, με την παρουσία όλων: Οι εργαζόμενοι παρέδωσαν ψήφισμα ~ ~ στη διεύθυνση. Τον συνόδεψαν ~ ~ στην τελευταία του κατοικία., σώμα με/προς σώμα: από πολύ κοντινή απόσταση, ο ένας αντιμέτωπος με τον άλλον: αγώνας/μάχη/πάλη/σύγκρουση ~ ~. Η διαδήλωση συνοδεύτηκε από συμπλοκές ~ ~ με την Αστυνομία., ένα σώμα, μια ψυχή βλ. ψυχή, νους υγιής εν σώματι υγιεί βλ. νους, συγκρότηση σε σώμα βλ. συγκρότηση, ψυχή τε και σώματι βλ. ψυχή [< αρχ. σῶμα, γαλλ. corps]
σωτηρία σω-τη-ρί-α ουσ. (θηλ.) 1. απαλλαγή από επικίνδυνη, πιεστική ή ανεπιθύμητη κατάσταση: αναπάντεχη/ανέλπιστη/πολυπόθητη ~. Έκκληση/ελπίδα/επιχείρηση/κίνηση/λύση/μέτρα/σχέδιο ~ας. Η ~ του πλανήτη/της Γης. Οφείλω/χρωστώ τη ~ μου σε ... Στήθηκε γέφυρα ~ας για τη διάσωση του πληθυσμού.|| (προφ.) Δεν έχω ~ (: δεν με σώζει τίποτα). Ψάχνει τη ~ του στο ποτό. ΣΥΝ. γλιτωμός, λυτρωμός, λύτρωση 2. ΘΕΟΛ. λύτρωση της ψυχής από την αμαρτία. ● ΣΥΜΠΛ.: σανίδα σωτηρίας (μτφ.): έσχατο μέσο λύτρωσης σε περιπτώσεις απόγνωσης, αδιεξόδου: Στο πρόσωπό της βρήκε ~ ~. Αναζητά ~ ~. Πβ. σωσίβιο. [< γαλλ. planche de salut] , Στρατός (της) Σωτηρίας: διεθνής χριστιανική ιεραποστολική οργάνωση. [< αγγλ. Salvation Army] , άγγελος σωτηρίας βλ. άγγελος, κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας/ενότητας βλ. κυβέρνηση [< αρχ. σωτηρία]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ