Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • στρείδι στρεί-δι ουσ. (ουδ.): ΖΩΟΛ. δίθυρο μαλάκιο με τραχύ, σκούρο γκρι όστρακο, το οποίο προσκολλάται στους βράχους και τρώγεται ή συλλέγεται για τα μαργαριτάρια που βρίσκονται στο εσωτερικό του: Καλλιέργεια ~ιών (= οστρεοκαλλιέργεια). Βλ. θαλασσινά, οστρακοειδή, φρούτα της θάλασσας. ΣΥΝ. όστρεο (1) ● ΦΡ.: κολλάω σαν στρείδι (προφ.): γίνομαι ενοχλητικός, φορτικός. Βλ. βδέλλα. [< μεσν. στρείδι < ὀστρείδιον < αρχ. ὄστρειον]

βδέλλα

βδέλλα βδέλ-λα ουσ. (θηλ.) & αβδέλλα 1. ΖΩΟΛ. είδος σκουληκιού (της τάξης Hirudinea), παρασιτικός οργανισμός που ζει σε έλη, λίμνες ή και στην ξηρά και τρέφεται απομυζώντας το αίμα ζωντανών οργανισμών: αφαιμάξεις με ~ες. 2. (μτφ.) για άτομο που προσκολλάται στους άλλους, που ζει ή ενεργεί εις βάρος τους: Κόλλησε πάνω του σαν ~ (πβ. στρείδι). Βλ. παράσιτο. ΣΥΝ. βεντούζα (3), κολλιτσίδα (1), τσιμπούρι (2) [< αρχ. βδέλλα]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.