στρείδι στρεί-δι ουσ. (ουδ.): ΖΩΟΛ. δίθυρο μαλάκιο με τραχύ, σκούρο γκρι όστρακο, το οποίο προσκολλάται στους βράχους και τρώγεται ή συλλέγεται για τα μαργαριτάρια που βρίσκονται στο εσωτερικό του: Καλλιέργεια ~ιών (= οστρεοκαλλιέργεια). Βλ. θαλασσινά, οστρακοειδή, φρούτα της θάλασσας. ΣΥΝ. όστρεο (1) ● ΦΡ.: κολλάω σαν στρείδι (προφ.): γίνομαι ενοχλητικός, φορτικός. Βλ. βδέλλα. [< μεσν. στρείδι < ὀστρείδιον < αρχ. ὄστρειον]
βδέλλα
βδέλλα βδέλ-λα ουσ. (θηλ.) & αβδέλλα 1. ΖΩΟΛ. είδος σκουληκιού (της τάξης Hirudinea), παρασιτικός οργανισμός που ζει σε έλη, λίμνες ή και στην ξηρά και τρέφεται απομυζώντας το αίμα ζωντανών οργανισμών: αφαιμάξεις με ~ες.2. (μτφ.) για άτομο που προσκολλάται στους άλλους, που ζει ή ενεργεί εις βάρος τους: Κόλλησε πάνω του σαν ~ (πβ. στρείδι). Βλ. παράσιτο. ΣΥΝ. βεντούζα (3), κολλιτσίδα (1), τσιμπούρι (2) [< αρχ. βδέλλα]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.