Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • στρεσάρισμα στρε-σά-ρι-σμα ουσ. (ουδ.) (προφ.): πίεση, καταπόνηση: υπερφόρτωση και ~ των ελατηρίων.|| (κυρ. μτφ.) Συνεχές ~ του (ανθρώπινου) οργανισμού. Πβ. πρεσάρισμα. Βλ. -ισμα.

-ισμα

-ισμα (προφ.): επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών παράγωγων από ρήματα∙ δηλώνει ενέργεια ή το αποτέλεσμά της: αμπαλάρ~ (αμπαλάρω, βλ. αμπαλάζ)/καμουφλάρ~ (καμουφλάρω, βλ. καμουφλάζ)/ρετουσάρ~ (ρετουσάρω, βλ. ρετούς)/φρενάρ~ (φρενάρω).|| Κατρακύλ~ (κατρακυλώ).

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.