Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • στρεψοδικώ [στρεψοδικῶ] στρε-ψο-δι-κώ ρ. (αμτβ.) {στρεψοδικ-εί, -ώντας} (λόγ.): χρησιμοποιώ παραπλανητικά, ψευδή ή ευτελή επιχειρήματα, για να διαστρεβλώσω την αλήθεια: Η αντίπαλη πλευρά υπεκφεύγει και ~εί συστηματικά. [< αρχ. στρεψοδικῶ]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.