στριπτίζ στρι-πτίζ ουσ. (ουδ.) & στριπ-τιζ {άκλ.}: αισθησιακό θέαμα που προσφέρεται συνήθ. σε νυχτερινά κέντρα, κατά το οποίο κάποιος επαγγελματίας στο είδος βγάζει σταδιακά και προκλητικά τα ρούχα του με συνοδεία μουσικής: ανδρικό/γυναικείο ~. ~ σόου. Κάνω ~.|| (μτφ.) Κοινωνικό/πολιτικό ~. Βλ. απογύμνωση, αποκάλυψη. ● Υποκ.: στριπτιζάκι (το) [< αμερικ. striptease, 1931, γαλλ. ~, 1949]
στριπτιζάδικο στρι-πτι-ζά-δι-κο ουσ. (ουδ.) & στριπτιτζάδικο (προφ.): νυχτερινό κέντρο που έχει πρόγραμμα στριπτίζ. Βλ. -άδικο.
-άδικο (προφ.): επίθημα για την παραγωγή ουδέτερων ουσιαστικών που δηλώνει κατάστημα ή γενικότ. τόπο: βενζιν~/δισκ~/κλειδαρ~/μπουγατσ~/ξενυχτ~/ποτ~/ρακ~/ραφτ~/ρολογ~/τσαγκαρ~/τσιπουρ~/τυροπιτ~/φαγ~/φαστφουντ~. Πβ. -ικο1.|| (μειωτ.) Tρελ~.|| (σπανιότ.) Γκαζ~ (= πετρελαιοφόρο).
απογύμνωση
απογύμνωση [ἀπογύμνωση] α-πο-γύ-μνω-ση ουσ. (θηλ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του απογυμνώνω: ~ καλωδίου (: αφαίρεση του περιβλήματος).|| ~ του εδάφους (πβ. αποψίλωση).|| Πληθυσμιακή ~ της επαρχίας (πβ. ερήμωση).|| ~ της υπηρεσίας από προσωπικό (βλ. αποστέρηση). [< μτγν. ἀπογύμνωσις, γαλλ. dénudation]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.