Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 3 εγγραφές  [0-3]


  • στριπτίζ στρι-πτίζ ουσ. (ουδ.) & στριπ-τιζ {άκλ.}: αισθησιακό θέαμα που προσφέρεται συνήθ. σε νυχτερινά κέντρα, κατά το οποίο κάποιος επαγγελματίας στο είδος βγάζει σταδιακά και προκλητικά τα ρούχα του με συνοδεία μουσικής: ανδρικό/γυναικείο ~. ~ σόου. Κάνω ~.|| (μτφ.) Κοινωνικό/πολιτικό ~. Βλ. απογύμνωση, αποκάλυψη. ● Υποκ.: στριπτιζάκι (το) [< αμερικ. striptease, 1931, γαλλ. ~, 1949]
  • στριπτιζάδικο στρι-πτι-ζά-δι-κο ουσ. (ουδ.) & στριπτιτζάδικο (προφ.): νυχτερινό κέντρο που έχει πρόγραμμα στριπτίζ. Βλ. -άδικο.
  • στριπτιζέζ στρι-πτι-ζέζ ουσ. (θηλ.) {άκλ.}, στριπτιζέρ (ο): στρίπερ. [< γαλλ. stripteaseuse, περ. 1950, stripteaseur]

-άδικο

-άδικο (προφ.): επίθημα για την παραγωγή ουδέτερων ουσιαστικών που δηλώνει κατάστημα ή γενικότ. τόπο: βενζιν~/δισκ~/κλειδαρ~/μπουγατσ~/ξενυχτ~/ποτ~/ρακ~/ραφτ~/ρολογ~/τσαγκαρ~/τσιπουρ~/τυροπιτ~/φαγ~/φαστφουντ~. Πβ. -ικο1.|| (μειωτ.) Tρελ~.|| (σπανιότ.) Γκαζ~ (= πετρελαιοφόρο).

απογύμνωση

απογύμνωση [ἀπογύμνωση] α-πο-γύ-μνω-ση ουσ. (θηλ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του απογυμνώνω: ~ καλωδίου (: αφαίρεση του περιβλήματος).|| ~ του εδάφους (πβ. αποψίλωση).|| Πληθυσμιακή ~ της επαρχίας (πβ. ερήμωση).|| ~ της υπηρεσίας από προσωπικό (βλ. αποστέρηση). [< μτγν. ἀπογύμνωσις, γαλλ. dénudation]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.