Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • στρυφνός , ή, ό στρυφ-νός επίθ. 1. δύστροπος, κακότροπος: ~ός: άνθρωπος/χαρακτήρας. ~ή: συμπεριφορά. Πβ. ιδιότροπος, στριμμένος. ΑΝΤ. καλόβολος, καλότροπος 2. δυσνόητος, δύσκολος: ~ός: λόγος. ~ή: γλώσσα. ~ό: κείμενο/ύφος. ΑΝΤ. σαφής (1) ● επίρρ.: στρυφνά [< αρχ. στρυφνός]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.