Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • στρωματοποιώ [στρωματοποιῶ] στρω-μα-το-ποι-ώ ρ. (μτβ.) {στρωματοποι-είται, -ημένος, κυρ. μεσοπαθ.}: διαμορφώνω, τοποθετώ, κατανέμω σε στρώματα ή ομάδες, τάξεις: Το στερεό μείγμα ~είται ανάλογα με το βάρος των κόκκων. ~ημένη: καύση/ταφή απορριμμάτων (βλ. υγειονομική ταφή).|| (ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ.-ΣΤΑΤΙΣΤ.) Ο πληθυσμός ~είται σε αστικό, ημιαστικό και αγροτικό. ~ημένη: ανάλυση/δειγματοληψία/κοινωνία. ~ημένο: δείγμα (ως προς την ηλικία, το επάγγελμα ...). Βλ. -ποιώ. [< γαλλ. stratifier, αγγλ. stratify]

-ποιώ

-ποιώ(λόγ.) β' συνθετικό ρημάτων με τη σημασία του 1. κάνω κάτι: αξιο~ (βλ. -λογώ)/γνωστο~/ενοχο~/εντατικο~/ποινικο~.|| (με πρόθ.) Εκ~. 2. δίνω συγκεκριμένη μορφή: ψηφιο~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.