Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • στρύχνος στρύ-χνος ουσ. (αρσ.): ΒΟΤ. θάμνος ή μικρό δέντρο των τροπικών περιοχών που ανήκει στο γένος των αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων φυτών· οι καρποί ενός από τα είδη του (επιστ. ονομασ. Strychnos nux-vomica) περιέχουν στρυχνίνη. Βλ. στύφνος. [< μτγν. στρύχνον, στρύχνος]

στύφνος

στύφνοςστύφ-νος ουσ. (αρσ.): ΒΟΤ. πικρό χόρτο (επιστ. ονομασ. Solanum nigrum) που περιέχει σολανίνη, του οποίου τρώγονται μόνο οι τρυφερές κορυφές. Βλ. στρύχνος. [< μτγν. στρύφνος]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.