Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • στρώση στρώ-ση ουσ. (θηλ.) 1. επικάλυψη επιφάνειας από ομοιογενές υλικό: πρώτη/δεύτερη/διπλή/τριπλή ~. Ασφαλτική (= ασφαλτόστρωση)/διακοσμητική/εδαφική/επιφανειακή/στεγανωτική ~. Λεπτή ~ σοβά/στόκου. Απλώνω μια ~ βούτυρο στο ψωμί. (Αλλ)επάλληλες/διαδοχικές ~εις χρωμάτων. Οι ογκόλιθοι διατάσσονται σε οριζόντιες ~εις. Πβ. διάστρωση, στρώμα. 2. ΓΕΩΛ. κατανομή των συστατικών των ιζηματογενών πετρωμάτων σε στρώματα: οριζόντια ~. Ασυνεχείς/συνεχείς ~εις. [< 1: μτγν. στρῶσις 2: γαλλ. stratification]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.