Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • στυφός , ή, ό στυ-φός επίθ. 1. (για τρόφιμο ή ποτό) που προκαλεί ξηρότητα στο στόμα: ~ός: καρπός. ~ό: κρασί/φρούτο (βλ. κυδώνι). 2. (μτφ.) που αφήνει μια δυσάρεστη αίσθηση: ~ό: ύφος/χαμόγελο. Η ταινία μάς άφησε μια ~ή γεύση. ● επίρρ.: στυφά [< μτγν. στυφός ‘υπόξινος (για κρασί)’]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.