στωικός , ή, ό στω-ι-κός επίθ. 1. που χαρακτηρίζεται από καρτερικότητα και υπομονή: ~ός: άνθρωπος. ~ή: αντίδραση/αντιμετώπιση/διάθεση. ~ό: ύφος.2. ΦΙΛΟΣ. που σχετίζεται με τον στωικισμό ή τους εκπροσώπους του: ~ή: διδασκαλία/σχολή/φιλοσοφία.|| (ως ουσ.) Οι Στωικοί (ενν. φιλόσοφοι). Βλ. κυνικός. ● επίρρ.: στωικά:Δέχομαι/υπομένω μια κατάσταση ~. [< 1: γαλλ. stoique, αγγλ. stoic 2: μτγν. Στωικός]
κυνικός
κυνικός, ή, ό κυ-νι-κός επίθ. 1. που χαρακτηρίζεται από κυνισμό: ~ός: άνθρωπος. ~ή: απάντηση/ειλικρίνεια/θέση/ομολογία/συμπεριφορά. ~ό: ύφος/χιούμορ (πβ. καυστικό, μαύρο). Μη γίνεσαι ~. Πβ. μακιαβελικός, σκληρός, ωμός.2. ΦΙΛΟΣ. που είναι σχετικός με τους Κυνικούς: ~ή: σχολή/φιλοσοφία. Βλ. στωικός.3. ΑΣΤΡΟΝ. που έχει σχέση με τον αστερισμό του Κυνός. ● Ουσ.: Κυνικοί (οι): ΦΙΛΟΣ. ομάδα αρχαίων φιλοσόφων (4ος αι. π.Χ.) που απέρριπταν τις κοινωνικές συμβάσεις, τους θεσμούς και τις καθιερωμένες αξίες, και υιοθετούσαν έναν απλό τρόπο ζωής κοντά στη φύση με λιτότητα και εγκράτεια. ● επίρρ.: κυνικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: κυνικά καύματα βλ. καύμα [< αρχ. κυνικός, γαλλ. cynique, αγγλ. cynic]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.