Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 14 εγγραφές  [0-14]


  • στόμα στό-μα ουσ. (ουδ.) {στόμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. άνοιγμα στο μπροστινό, κάτω μέρος του κεφαλιού, ανάμεσα στη μύτη και το πιγούνι, που σχηματίζει κοιλότητα στο ανώτερο τμήμα του πεπτικού συστήματος, η οποία ορίζεται εξωτερικά από τα χείλη, εσωτερικά από τον λάρυγγα και τον φάρυγγα και περιλαμβάνει τη γλώσσα, τα δόντια και τα ούλα· ειδικότ. τα ανθρώπινα χείλη: Άνοιξε το ~ του, για να φάει/φωνάξει. Αναπνέει από το ~, όταν κοιμάται. Μυρίζει το ~ σου (: η αναπνοή σου). Γλύκισμα που αφήνει ωραία γεύση στο ~. Συγγνώμη που μιλάω με γεμάτο το ~ (: τρώγοντας). Το ~ της γάτας/του πουλιού (= ράμφος). Υγιές ~. Βλεννογόνος/καρκίνος/υγιεινή/χειρουργική του ~ατος. Φαρμακευτική αγωγή από το ~. Ζωγραφική με το ~ και το πόδι (: από άτομα με ειδικές ανάγκες). Βλ. γνάθος, μάγουλο, ουρανίσκος, παρειά, υπερώα.|| Μεγάλο/μικρό/στραβό/ωραίο ~. Φιλί στο ~. 2. (συνεκδ.) ο άνθρωπος ως προς τον τρόπο ομιλίας του ή γενικότ. πρόσωπο που μιλά: Έχει άσχημο/βρόμικο ~ (: αισχρολογεί). Δεν άκουσα ποτέ καλή κουβέντα απ' το ~ του.|| Ειπώθηκε από επίσημο ~. Χιλιάδες ~ατα φώναζαν διάφορα συνθήματα. 3. (συνεκδ.) {συνήθ. στον πληθ.} μέλος οικογένειας του οποίου οι βασικές βιοτικές ανάγκες, όπως η τροφή, καλύπτονται από κάποιο άλλο: Η μητέρα του δουλεύει σκληρά· έχει τόσα ~ατα να θρέψει. 4. (προφ.-μτφ.) φυσικό ή τεχνητό άνοιγμα, στόμιο: το ~ του ηφαιστείου/του μπουκαλιού/του πηγαδιού/της σπηλιάς. Πβ. μπούκα. 5. ΒΟΤ. {στον πληθ.} πόροι στην επιφάνεια των φύλλων και των νεαρών βλαστών που επιτρέπουν την ανταλλαγή αερίων με την ατμόσφαιρα ή την αποβολή νερού: Το διοξείδιο του άνθρακα εισέρχεται στο φυτό από τα ~ατα. 6. (προφ.) κόψη μαχαιριού. ● Υποκ.: στοματάκι (το): στις σημ. 1,2. ● Μεγεθ.: στοματάρα (η): στις σημ. 1, 2. ● ΣΥΜΠΛ.: απύλωτο(ν) στόμα βλ. απύλωτος, κακοσμία/δυσοσμία του στόματος βλ. κακοσμία ● ΦΡ.: ανοίγω το στόμα μου (προφ.-μτφ.): μιλώ ή κυρ. ειδικότ. προβαίνω σε σοβαρές αποκαλύψεις εναντίον κάποιου: Πες κάτι, δεν έχεις ανοίξει το ~ σου όλη μέρα.|| (απειλητ.) Άντε, (να) μην ανοίξω το ~ μου!, από στόμα σε στόμα: για κάτι που γίνεται γνωστό προφορικά, από τον έναν στον άλλον ή για προφορική παράδοση: Βούιξε ο τόπος σαν διαδόθηκε το νέο ~ ~.|| Η τέχνη της μαγειρικής πέρασε ~ ~ στις νεότερες γενιές., από το στόμα μου το πήρες! (μτφ.-προφ.): θα έλεγα το ίδιο πράγμα, πρόλαβες να το πεις πριν από εμένα: Πες τα, χρυσόστομε! ~ ~!, από το στόμα σου και στου Θεού τ' αυτί! (ευχετ.): μακάρι να πραγματοποιηθεί η ευχή σου: -Καλή επιτυχία στις εξετάσεις! -~ ~!, βάζω κάτι στο στόμα μου (προφ.): τρώω πρόχειρα και λίγο: Βάλε κάτι στο ~ σου, μη φύγεις νηστικός! Δεν έχει βάλει τίποτα στο ~ της απ' το πρωί., βουλώνω/κλείνω (τα) στόματα (μτφ.-προφ.): αποτρέπω, δεν δίνω δικαίωμα για (περαιτέρω) κακόβουλα σχόλια, αποστομώνω: Με την ερμηνεία της βούλωσε τα (επικριτικά/κακόβουλα) ~ πολλών που την έλεγαν ατάλαντη. Ευκαιρία για την ομάδα να κλείσει ~ στο ντέρμπι της Κυριακής., διά στόματος (κάποιου) & (σπάν.) από στόματος (λόγ.): για προφορική δήλωση ενός προσώπου ή για μεταφορά των λόγων του από κάποιον που τον εκπροσωπεί: Μήνυμα του πρωθυπουργού ~ ~ του κυβερνητικού εκπροσώπου., έχει μεγάλο στόμα (προφ.-μτφ.) 1. για κάποιον που του ξεφεύγουν λόγια και αποκάλυπτει συνήθ. μυστικά. 2. αυθαδιάζει. ΣΥΝ. έχει μεγάλη γλώσσα (1), κλείνω/βουλώνω το στόμα κάποιου (μτφ.-προφ.): τον αναγκάζω να σιωπήσει, να μην εκφράσει την άποψή του ή να μη μαρτυρήσει κάτι: Τον απείλησαν, για να του κλείσουν ~. Πβ. φιμώνω.|| Της έκλεισαν ~ μια για πάντα (= την δολοφόνησαν)., κρατά το στόμα του κλειστό (μτφ.): δεν αποκαλύπτει τις σκέψεις του ή τα μυστικά που γνωρίζει: Δεν κράτησε ~ ~ απέναντι στο άδικο., με ανοιχτό το στόμα/με το στόμα ανοιχτό (μτφ.): άναυδος, κατάπληκτος: Πήρε την υποτροφία κι έμειναν/και τους άφησε ~ ~. Πβ. άφωνος., με ένα στόμα: όλοι μαζί, ομόφωνα: Όχι, απάντησαν οι μαθητές ~ ~. ΣΥΝ. με μια φωνή (1), με την ψυχή στο στόμα (προφ.): για ενέργεια που γίνεται βεβιασμένα, με άγχος, έντονη ψυχική φόρτιση: Κατάφεραν να προκριθούν ~ ~. Προλάβαμε ~ ~ να φτάσουμε στο θέατρο. Άνοιξε το γράμμα ~ ~., να πλένεις το στόμα σου, όταν μιλάς/πριν μιλήσεις για κάποιον (μτφ.-προφ.): για να δηλωθεί ότι κάποιος είναι ανάξιος να κρίνει κάποιον άλλο., πέφτω στο στόμα κάποιου (μτφ.-προφ.): γίνομαι αντικείμενο κακοπροαίρετων σχολίων, κουτσομπολιών: Αλίμονο σ' όποιον πέσει στο ~ της!, πιάνω/βάζω στο στόμα μου κάποιον/κάτι (μτφ.-προφ.): σχολιάζω αρνητικά: Αν σε πιάσει στο ~ του, την πάτησες. Μην βάζεις στο ~ σου τέτοιες λέξεις, δεν κάνει., ράψε/βούλωσε/κλείσε το στόμα σου! (μτφ.-προφ.-υβριστ.): πάψε (να μιλάς), σκάσε! Πβ. δεν βγάζω άχνα/κιχ/μιλιά/τσιμουδιά, το βουλώνω., στόμα έχει και μιλιά δεν έχει (προφ.-μτφ.): μιλά ελάχιστα, δεν είναι φλύαρος: Όσες φορές τον έχω συναντήσει, ~ ~.|| (ειρων.) Είναι μια γλωσσοκοπάνα αυτή! ~ ~!, το έχω στο στόμα/στη γλώσσα (μου) (μτφ.-προφ.): είμαι έτοιμος να πω ή να θυμηθώ κάτι: Στο ~ μου το είχα, αλλά με πρόλαβες. ΣΥΝ. έχω κάτι στην άκρη της γλώσσας μου, το λέω και γεμίζει το στόμα μου (προφ.): για να δηλωθεί ευχαρίστηση, θαυμασμός: Είναι εκπληκτική δασκάλα, ~ ~!, (η γλώσσα/το στόμα του) στάζει/έχει μέλι βλ. στάζω, (η γλώσσα/το στόμα του) στάζει/έχει φαρμάκι/δηλητήριο/κακία/χολή βλ. στάζω, βάζω λόγια (/κουβέντες/λέξεις) στο στόμα κάποιου βλ. λόγια, βάζω φερμουάρ στο στόμα κάποιου βλ. φερμουάρ, βγάζει αφρούς (από το στόμα/από το κακό του) βλ. αφρός, γεια στο στόμα σου/ν' αγιάσει το στόμα/το στοματάκι σου! βλ. αγιάζω, γλίτωσα/σώθηκα απ' το στόμα του λύκου βλ. λύκος, δεν βάζω μπουκιά στο στόμα μου βλ. μπουκιά, εκ γαρ του περισσεύματος της καρδίας (το στόμα λαλεί) βλ. περίσσευμα, έχω/κάνω/γίνεται κάτι καραμέλα στο στόμα μου βλ. καραμέλα, Θου, Κύριε, φυλακήν τω στόματί μου! βλ. φυλακή, κακές γλώσσες βλ. γλώσσα, κρέμομαι από τα χείλη/το στόμα κάποιου βλ. κρέμομαι, μάλλιασε το στόμα μου βλ. γλώσσα, με τη(ν) μπουκιά στο στόμα βλ. μπουκιά, με την κοιλιά στο στόμα βλ. κοιλιά, παίρνω/αρπάζω/κλέβω την μπουκιά (μέσα) από το στόμα κάποιου βλ. μπουκιά, πέφτω/μπαίνω/βάζω το κεφάλι μου στο στόμα του λύκου βλ. λύκος, πιπέρι στο στόμα/στη γλώσσα! βλ. πιπέρι, στέγνωσε το σάλιο/η γλώσσα/ο λαιμός/το λαρύγγι μου βλ. στεγνώνω, σφίγγω το στόμα/τα δόντια/τα χείλη βλ. σφίγγω, σφραγίζω το στόμα μου βλ. σφραγίζω [< αρχ. στόμα, γαλλ. bouche, αγγλ. mouth]
  • στοματικός , ή, ό στο-μα-τι-κός επίθ.: ΙΑΤΡ. που σχετίζεται με το στόμα: ~ός: βλεννογόνος/καρκίνος. ~ή: κοιλότητα/υγεία/υγιεινή/φροντίδα/χειρουργική. ~ό: διάλυμα (= στοματόπλυμα). ~ές: πλύσεις. ~ά: έλκη.|| (ΨΥΧΑΝ.) ~ό: στάδιο (: το πρώτο στάδιο ανάπτυξης της προσωπικότητας κατά τη φροϋδική θεωρία).|| ~ός: έρωτας/~ό: σεξ (: αιδοιο-, πεο-λειξία).|| (ΖΩΟΛ.) Τα ~ά μόρια των εντόμων. [< μτγν. στοματικός, γαλλ.-αγγλ. oral, αγγλ. oral sex, 1959]
  • στοματίτιδα στο-μα-τί-τι-δα ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. φλεγμονή του βλεννογόνου του στόματος που χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση μικρών οιδημάτων κυρ. στα χείλη και τα ούλα: αφθώδης/γαγγραινώδης (βλ. νομή) ~. Βλ. -ίτιδα. ● ΣΥΜΠΛ.: μυκητώδης στοματίτιδα: μόλυνση που προκαλείται στο στόμα από παθολογική ανάπτυξη συγκεκριμένου ζυμομύκητα, ο οποίος υπάρχει φυσιολογικά στο στόμα. Πβ. άφθα. [< γαλλ. stomatite, αγγλ. stomatitis]
  • στοματογναθοπροσωπικός , ή, ό στο-μα-το-γνα-θο-προ-σω-πι-κός επίθ.: ΑΝΑΤ.-ΙΑΤΡ. που αναφέρεται στο στόμα, τη γνάθο και το πρόσωπο: ~ή: χειρουργική.
  • στοματολογία στο-μα-το-λο-γί-α ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. κλινική ειδικότητα με αντικείμενο τις παθήσεις της στοματικής κοιλότητας και της περιοχής γύρω από το στόμα. Βλ. -λογία, οδοντο~. [< γαλλ. stomatologie]
  • στοματολογικός , ή, ό στο-μα-το-λο-γι-κός επίθ.: ΙΑΤΡ. που σχετίζεται με τη στοματολογία ή τον στοματολόγο: ~ός: έλεγχος. ~ό: τμήμα.
  • στοματολόγος στο-μα-το-λό-γος ουσ. (αρσ.): γιατρός συνήθ. χειρούργος-οδοντίατρος με ειδίκευση στη στοματολογία. Βλ. -λόγος. [< πβ. γαλλ. stomatologue, 1964, αγγλ. stomatologist, 1913]
  • στοματόπλυμα στο-μα-τό-πλυ-μα ουσ. (ουδ.): αντισηπτικό διάλυμα για τη φροντίδα της υγιεινής του στόματος: ~ φθορίου. Βλ. στοματικός. [< αγγλ. mouthwash, 1951]
  • στοματοφάρυγγας στο-μα-το-φά-ρυγ-γας ουσ. (αρσ.): ΑΝΑΤ.-ΙΑΤΡ. τμήμα του φάρυγγα στο πίσω μέρος της στοματικής κοιλότητας που περιλαμβάνει τη μαλακή υπερώα, τη βάση της γλώσσας και τις αμυγδαλές.
  • στοματοφαρυγγικός , ή, ό στο-μα-το-φα-ρυγ-γι-κός επίθ.: ΑΝΑΤ.-ΙΑΤΡ. που αναφέρεται στο στόμα και τον φάρυγγα: ~ός: αεραγωγός. ~ή: κοιλότητα. Βλ. ρινοφαρυγγικός.
  • στομάχι στο-μά-χι ουσ. (ουδ.) {στομαχ-ιού} 1. ΑΝΑΤ. διευρυμένος σάκος του πεπτικού σωλήνα (ανθρώπων και θηλαστικών) μετά τον οισοφάγο, που βρίσκεται κάτω από το διάφραγμα και δέχεται τη μασημένη τροφή, η οποία υποβάλλεται σε πέψη και προωθείται στο λεπτό έντερο: ανθεκτικό/ευαίσθητο ~. Αιμορραγία (βλ. γαστρορραγία)/καούρες/κράμπες/φούσκωμα στο ~. Ο βλεννογόνος/το έλκος/τα οξέα/τα τοιχώματα/η χωρητικότητα του ~ιού. Τροφή επιβλαβής για το/που κάνει καλό στο ~. Μην πίνεις αλκοόλ με άδειο ~ (: χωρίς να έχεις φάει). Δεν κολυμπάμε ποτέ με γεμάτο ~. Έχω/πάσχω από ~ (: για ευπάθεια στο ~). Με ενοχλεί/πονά το ~ μου. Βάρυνε το ~ μου (= βαρυστομάχιασα). Ανακατεύεται το ~ μου (: έχω αναγούλα). Το ~ εκκρίνει (γαστρικά) υγρά. Το σκόρδο με πειράζει στο ~. Το ~ μου γουργουρίζει/διαμαρτύρεται (= πεινώ). Ένιωσα σφίξιμο στο ~ απ' τις άγριες φωνές. Βλ. γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση. ΣΥΝ. στόμαχος 2. το σημείο της κοιλιακής χώρας μπροστά από το στομάχι: μυώδες/σφιχτό ~. Ασκήσεις/κοιλιακοί για επίπεδο ~. Αν και είναι αδύνατος, έχει ~ (: κοιλιά). Έφαγε μπουνιά στο ~. ● Υποκ.: στομαχάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: πλύση στομάχου βλ. πλύση ● ΦΡ.: γερό στομάχι & μεγάλο στομάχι (μτφ.): για μεγάλη ψυχική αντοχή, ψυχραιμία ή ανεκτικότητα: Δουλειά για ανθρώπους με ατσάλινα νεύρα και γερό ~.|| Δεν πτοείται εύκολα, έχει μεγάλο ~., ο έρωτας περνά από το στομάχι: η μαγειρική έχει άμεση επίδραση στις ερωτικές σχέσεις. [< γαλλ. l'amour passe par l'estomac] , το στομάχι μου δένεται κόμπος/σφίγγεται (μτφ.-προφ.): για σφίξιμο στο στομάχι λόγω έντονα αρνητικών συναισθημάτων: Το ~ μου δέθηκε ~ από το άγχος/μόλις το άκουσα. Παγώσαμε, το ~ μας δέθηκε ~., γροθιά στο στομάχι βλ. γροθιά, μου γυρίζει/μου ανακατεύεται το στομάχι/μου γυρίζουν τ' άντερα βλ. γυρίζω, μου κάθεται/μου στέκεται στο(ν) λαιμό/στο στομάχι βλ. λαιμός, το πολύ ταμάχι χαλάει το στομάχι βλ. ταμάχι, το στομάχι του αλέθει και πέτρες βλ. πέτρα [< μεσν. στομάχι]
  • στομαχικός , ή, ό στο-μα-χι-κός επίθ.: ΑΝΑΤ.-ΙΑΤΡ. που σχετίζεται με το στομάχι: ~ός: ίλλιγγος/καύσος/πόνος (= στομαχόπονος). ~ή: αιμορραγία (= γαστρορραγία)/διαταραχή/κοιλότητα. ~ό: άλγος/έλκος. ~ές: ενοχλήσεις/κράμπες. ~ά: αέρια/οξέα/υγρά (πβ. γαστρικός). [< μτγν. στομαχικός]
  • στομαχόπονος στο-μα-χό-πο-νος ουσ. (αρσ.) (προφ.): στομαχικός πόνος. Πβ. γαστραλγία. Βλ. -πονος. [14ος αι.]
  • στόμαχος στό-μα-χος ουσ. (αρσ.) {στομάχ-ου} (επίσ.): ΑΝΑΤ.-ΙΑΤΡ. στομάχι: διάτρηση/έλκος/παθήσεις του ~ου. Πλύση ~ου. [< μτγν. στόμαχος]

αγιάζω

αγιάζω [ἁγιάζω] α-γιά-ζω & (επίσ. σ-γι-ά-ζω) ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {αγία-σα (λαϊκό) άγιασα, αγιά-στηκε (λόγ.) -σθηκε, -σμένος} 1. ΕΚΚΛΗΣ. (μτβ.) (για κληρικό) ραντίζω με αγιασμένο νερό, ευλογώ με κατάλληλες ευχές: Τα Θεοφάνεια οι ιερείς ~ουν τα νερά. Ο παπάς ~σε το αυτοκίνητο/τα κόλλυβα/το σπίτι. ~στηκε το πρόσφορο. Βλ. εξ~. ΣΥΝ. καθαγιάζω 2. (αμτβ.) γίνομαι, αναγνωρίζομαι ως άγιος: ~σε με τον βίο και τον μαρτυρικό του θάνατο. Ασκήτεψε και ~σε (= αγιοποιήθηκε).|| (μτφ.) Κανένας δεν ~σε στον τόπο του (: δεν αναγνωρίστηκε η αξία του). Με τα λόγια κανείς ποτέ δεν ~σε! (: οι πράξεις έχουν βαρύνουσα σημασία). ● ΦΡ.: γεια στο στόμα σου/ν' αγιάσει το στόμα/το στοματάκι σου!: ως έκφραση επιδοκιμασίας για κάτι που είπε κάποιος., και να θες ν' αγιάσεις (δεν σ' αφήνει/δεν μπορείς) (εμφατ.): σε περιπτώσεις που ένα πρόσωπο ή μια κατάσταση ενοχλεί και σκανδαλίζει τους άλλους, κάνοντάς τους να παρεκτρέπονται: Με τόσους πειρασμούς και να θες ν' αγιάσεις, δεν μπορείς., ν' αγιάσεις (σπάν.-λαϊκό): ως παράκληση ή έντονη προτροπή, για να πει ή να κάνει κάποιος κάτι: Πες μου, ~ ~, έχω δίκιο ή όχι; Άντε μπράβο ~ ~, κάνε αυτό που σου λέω. Πβ. να σε χαρώ/να χαρείς., ν' αγιάσουν τα κόκαλά του/τα πεθαμένα σου/τα χέρια τους/τα χώματα που κείτεται: ως έκφραση επιδοκιμασίας για κάτι που συνέβη ή ως προτροπή, για να γίνει κάτι. Πβ. να συγχωρεθούν τα πεθαμένα σου., σφάξε με αγά μου ν' αγιάσω (παροιμ.): σε περιπτώσεις που κάποιος μένει προκλητικά αδιάφορος σε εχθρικές ενέργειες, σκύβει υποτακτικά το κεφάλι ή υποβάλλεται σε κάποια άσκοπη θυσία., ο σκοπός αγιάζει τα μέσα βλ. σκοπός ● βλ. αγιασμένος [< μτγν. ἁγιάζω]

απύλωτος

απύλωτος, η, ο [ἀπύλωτος] α-πύ-λω-τος επίθ.: κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: απύλωτο(ν) στόμα (αρχαιοπρ.): για πρόσωπο που κακολογεί ή βωμολοχεί διαρκώς: Κλείσε, επιτέλους, το ~ ~ σου! Άνοιξε το ~ ~ του και εξαπέλυσε απειλές/ύβρεις. Πβ. υβριστής, χυδαιολόγος. [< αρχ. ἀπύλωτος ‘που δεν έχει πύλες, που δεν είναι κλειστός’]

αφρός

αφρός [ἀφρός] α-φρός ουσ. (αρσ.) 1. ρευστή μάζα από πολλές μικρές, συνήθ. άσπρες φυσαλίδες, που σχηματίζεται κυρ. στην επιφάνεια υγρού: ο ~ των κυμάτων/του μούστου. Mπίρα με/χωρίς ~ό. Βγάζω τον ~ό από το βρασμένο κρέας (πβ. ξαφρίζω). Το σαπούνι αυτό κάνει πολύ/ωραίο ~ό.|| Ψάρια του ~ού (= αφρόψαρα). Στον ~ό της θάλασσας επέπλεαν σκουπίδια (ΑΝΤ. βυθός, πάτος). 2. καλλυντικό σε αφρώδη μορφή: ~ αποτρίχωσης/ξυρίσματος/φορμαρίσματος. 3. ΤΕΧΝΟΛ. ειδικό υλικό για σβήσιμο φωτιάς: πυροσβεστήρας ~ού. 4. (μτφ.) κάτι ιδιαίτερα μαλακό, φουσκωτό, ελαφρύ: Η τούρτα/το ψωμί είναι ~. Πβ. αφράτος. 5. (μτφ.-προφ.) το εκλεκτότερο μέρος πράγματος ή συνόλου: Διαλέγω/παίρνω τον ~ό (= τον αθέρα). Ο ~ της επιστημονικής κοινότητας/τοπικής κοινωνίας (= ανθός, ανφάν γκατέ, αφρόκρεμα, ελίτ). 6. φυσαλίδες του σάλιου ανθρώπου ή ζώου, όπως του αλόγου, του σκύλου. ● ΦΡ.: βγάζει αφρούς (από το στόμα/από το κακό του) (μτφ.): είναι εξοργισμένος, έξαλλος από θυμό: Είχε αφηνιάσει, έβγαζε ~!, βγαίνει στον αφρό (μτφ.): έρχεται στην επιφάνεια, αποκαλύπτεται: Σκάνδαλα που ~ουν ~. (παροιμ.) Η αλήθεια και το ψέμα πάντα ~ουν ~. ΣΥΝ. βγαίνει στη φόρα [< αρχ. ἀφρός 2,3: αγγλ. foam, γαλλ. mousse]

γλώσσα

γλώσσα [γλῶσσα] γλώσ-σα ουσ. (θηλ.) {-ας (λόγ.) -ης | -ες, -ών} 1. ΓΛΩΣΣ. φωνητικο-ακουστικό σύστημα συμβατικών σημείων μιας κοινότητας ανθρώπων για τη διατύπωση ή ανταλλαγή σκέψεων και πληροφοριών, καθώς και για την παγίωση και μετάδοση από γενιά σε γενιά εμπειρίας και γνώσης, το οποίο βασίζεται σε νοητικές διαδικασίες, καθορίζεται κοινωνικά και υπόκειται στην ιστορική εξέλιξη: αγγλική/αρχαία/βοηθητική/δημοτική/διεθνής/εθνική/ελληνική/μεσαιωνική/τοπική ~. Διάλεκτοι/ιδιωματισμοί/λέξεις (βλ. λεξιλόγιο)/μονάδες (βλ. φώνημα, μόρφημα)/μορφολογία (βλ. γραμματική) της ~ας. Ιστορία/προέλευση/σύνταξη μιας ~ας. Ανάλυση/γνώση/διδακτική/κακοποίηση/κωδικοποίηση/περιγραφή/προστασία/τυποποίηση (βλ. νόρμα)/χρήση της ~ας. Αδελφές/άκλιτες/ανάμικτες (βλ. κρεολή, λίνγκουα φράνκα, πίτζιν)/ασθενείς/ειδικές/ισχυρές/κλασικές/κλιτές/μειονοτικές/ξένες/συγγενικές/τονικές (βλ. κινέζικα) ~ες. Εργαστήριο/τυπολογία ~ών. Επαφή των ~ών. Διδάσκω μια ~. Λεξικό της ...~ας. Διδασκαλία της Νέας Ελληνικής ως ξένης ~ας. Μεταγραφή σε μια ~ (βλ. γκρίκλις). Μεταφράζω από μια ~ προς/σε μια άλλη. Μιλώ δύο/πολλές ~ες (βλ. δί-, πολύ-γλωσσος, γλωσσομάθεια). Βλ. λόγος, μεταγλώσσα, (συν)ομιλία, πρωτόγλωσσα.|| (με κεφαλ. Γ, το αντίστοιχο μάθημα) Η ~ της Γ' τάξης. 2. (ειδικότ.) ο προφορικός ή γραπτός λόγος, ο τρόπος έκφρασης ενός ατόμου, μιας ηλικιακής, κοινωνικής ή επαγγελματικής ομάδας, μιας επιστήμης ή εποχής: ανεπίσημη/απλή/αρχαΐζουσα/δημώδης/δόκιμη/ειδική (βλ. ζαργκόν)/επίσημη/επιστημονική/ιδιωματική/καθημερινή/καλλιεργημένη/κοινή/λαϊκή/λόγια/ομιλούμενη/παιδική/ποιητική/πρότυπη/σύγχρονη/τεχνική ~. ~ διδασκαλίας/επικοινωνίας/εργασίας. Η ~ του διαδικτύου/της διαφήμισης/του Δικαίου/των ειδήσεων/της λογοτεχνίας/της μετάφρασης/των ΜΜΕ/των νέων (βλ. κοινωνιόλεκτος)/της πιάτσας (βλ. αργκό)/ενός ποιητή (βλ. ιδιόλεκτος, στιλ, ύφος)/των πολιτικών/της τεχνολογίας. Ανεπαρκές/ικανοποιητικό επίπεδο ~ας. Η μουσικότητα της ~ας. Γράφω/διαβάζω/εκφράζομαι/επικοινωνώ/λέω κάτι σε μια ~. ~ και γραμματεία/ιδεολογία/κοινωνία/πολιτισμός/φύλο.|| Αγοραία/ανεπιτήδευτη/αυστηρή/αφηρημένη/βρόμικη/γλαφυρή/κατανοητή/κομψή/κυνική/κυριολεκτική/μεταφορική/περίτεχνη/πικρή/πλούσια/πρόστυχη/ρέουσα/σεξιστική/στρυφνή/στρωτή/συμβολική (: αλληγορική)/σύνθετη/χυδαία (βλ. λέξη ταμπού)/ωμή ~. Χρησιμοποίησε σκληρή ~. Έχει φαρμακερή ~ (: είναι φαρμακόγλωσσος). Βλ. βρομόγλωσσα.|| (μτφ.) Τρέχει η ~ του νεράκι (: μιλά με ευχέρεια). Βλ. διατύπωση. 3. ευκίνητο μακρόστενο μυώδες όργανο στη στοματική κοιλότητα και συνεκδ. οτιδήποτε έχει το συγκεκριμένο σχήμα: η διχαλωτή ~ του φιδιού. Η τραχιά ~ της γάτας. (ΜΑΓΕΙΡ.) Αρνίσια/βοδινή ~.|| Άσπρη/ροδαλή ~. Ο βλεννογόνος/οι θηλές/η κορυφή/η ρίζα/ο χαλινός της ~ας. Η ~ ως όργανο της γεύσης/της ομιλίας (βλ. αρθρωτής). Ξεράθηκε/στέγνωσε η ~ μου. Δάγκωσα/έκαψα τη ~μου. Πλαταγίζω τη ~ μου. Γλείφω με τη ~.|| Η ~ της καμπάνας/της κλειδαριάς (βλ. γλωσσίδι)/του κουδουνιού/του παπουτσιού. ~ες γης/στεριάς (βλ. λωρίδα, μύτη)/φωτιάς (βλ. φλόγα). 4. (μτφ.) μη λεκτικός τρόπος έκφρασης ή/και επικοινωνίας: η ~ της αγάπης/της αλήθειας/των αριθμών/της βίας/της εξουσίας/της ζωγραφικής/της καρδιάς/του κινηματογράφου/της λογικής/των λουλουδιών/των ματιών/της μουσικής/του χορού/του χρήματος/των χρωμάτων. Η ~ των ζώων/των μελισσών/των πουλιών.|| Η ~ του σώματος. Βλ. παρα~.|| ~ (των) σφυριγμάτων.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ες υπολογιστή. ~ HTML. Βλ. ψευδο~. 5. ΙΧΘΥΟΛ. θαλάσσιο ψάρι (οικογ. Soleidae) με ωοειδές πλατύ σώμα, λευκή εύγευστη σάρκα και μικρά, σκληρά λέπια: ~ καπνιστή. Φιλέτα ~ας. Βλ. ιππόγλωσσα. 6. ΦΙΛΟΛ. (σπανιότ.) απαρχαιωμένη ή άγνωστη λέξη ή έκφραση που χρειάζεται ερμηνεία (γλῶττα). ● Υποκ.: γλωσσίτσα (η) & γλωσσούλα (η) & γλωσσάκι (το): Βγάζει τη ~ του.|| (μτφ.-αρνητ. συνυποδ.) Έχει κοφτερή ~! (: είναι ετοιμόλογος, καυστικός). ● Μεγεθ.: γλωσσάρα (η): (προφ.) Ο σκύλος τους έχει μία ~ να!|| (μτφ.-αρνητ. συνυποδ.) Έχει μια ~ ίσαμε το μπόι του! (: είναι πολύ αναιδής). ● ΣΥΜΠΛ.: γλώσσα μηχανής: ΠΛΗΡΟΦ. γλώσσα δυαδικών εντολών που είναι άμεσα εκτελέσιμες από τον επεξεργαστή: μετάφραση προγράμματος σε ~ ~. Βλ. κωδικοποίηση, συμβολική γλώσσα. [< αγγλ. machine language, 1971] , γλώσσα προγραμματισμού: ΠΛΗΡΟΦ. τυπικό σύστημα συμβόλων που χρησιμοποιείται για την επικοινωνία του ανθρώπου με τον ηλεκτρονικό υπολογιστή: συναρτησιακές ~ες ~. ~ες ~ υψηλού/χαμηλού επιπέδου. [< αγγλ. programming language, 1959] , δεύτερη γλώσσα: ΓΛΩΣΣ. αυτή που μαθαίνεται και χρησιμοποιείται από μη μητρικούς ομιλητές: η Ελληνική ως ~ ~. Βλ. μητρική/πρώτη γλώσσα., Ευρωπαϊκή Ημέρα Γλωσσών: η 26η Σεπτεμβρίου που καθιερώθηκε με αφορμή το Ευρωπαϊκό Έτος Γλωσσών (2001), προκειμένου να αντιληφθεί ο κόσμος τη σημασία της διά βίου εκμάθησης γλωσσών και να συνειδητοποιήσει τη γλωσσική πολυμορφία της Ευρώπης. [< αγγλ. European Day of Languages] , ζωντανή γλώσσα 1. που έχει φυσικούς ομιλητές, που ομιλείται σε συγχρονικό επίπεδο: ~ές και νεκρές γλώσσες.|| Η ~ ~ του λαού (: η δημοτική σε αντιδιαστολή με την καθαρεύουσα). 2. έντονο, ζωηρό ύφος. [< γαλλ. langue vivante] , η γλώσσα της σιωπής (μτφ.): μη λεκτικός τρόπος επικοινωνίας με τον οποίο μπορεί να δηλωθεί συγκατάβαση, συγκατάθεση, θαυμασμός, σεβασμός ή περιφρόνηση: Απάντησε με τη ~ ~ (πβ. η σιωπή μου προς απάντησή σου). [< αγγλ. the language of silence] , κανονική γλώσσα: ΠΛΗΡΟΦ. γλώσσα παραγόμενη από μια κανονική γραμματική: ~ ~ προγραμματισμού. [< αγγλ. regular language] , μητρική/πρώτη γλώσσα: ΓΛΩΣΣ. ο πρώτος γλωσσικός κώδικας που κατακτά το παιδί. Βλ. δεύτερη γλώσσα. [< γαλλ. langue maternelle/première] , νεκρή γλώσσα: που δεν μιλιέται πια. Βλ. γλωσσικός θάνατος. ΑΝΤ. ζωντανή γλώσσα (1) [< γαλλ. langue morte] , ξύλινη γλώσσα: άκαμπτη, τυποποιημένη, δογματική γλώσσα, συνήθ. της πολιτικής προπαγάνδας: η ~ ~ της γραφειοκρατίας/των κομμάτων/των πολιτικών. Βλ. κλισέ. [< γαλλ. langue de bois] , πύρινη γλώσσα 1. {συνηθέστ. στον πληθ.} φλόγα: ~ες ~ες έκαψαν χιλιάδες στρέμματα δάσους.|| (ειδικότ. ΘΕΟΛ., συμβολισμός του χαρίσματος που δέχθηκαν οι Απόστολοι από το Άγιο Πνεύμα την ημέρα της Πεντηκοστής, πβ. γλωσσολαλιά). 2. (μτφ.) ύφος, λόγος γεμάτος ένταση και πάθος: ρήτορες με ~ ~. Χρησιμοποίησε ~ ~ (: εξαπέλυσε μύδρους) κατά ..., τυπική γλώσσα 1. (στη μαθηματική Λογική και στην Πληροφ.) σύνολο από σειρές χαρακτήρων που ανήκουν σε ένα πεπερασμένο σύστημα στοιχείων (αλφάβητο): ~ ~ αναπαράστασης. Η γλώσσα προγραμματισμού είναι μία ~ ~. Βλ. αυτόματο, τυπική γραμματική. 2. συμβατικός, επιτηδευμένος τρόπος έκφρασης: η ~ ~ των δημοσίων εγγράφων/του σχολείου. [< αγγλ. formal language] , αναλυτικές γλώσσες βλ. αναλυτικός, απομονωμένη γλώσσα βλ. απομονωμένος, απομονωτικές γλώσσες βλ. απομονωτικός, γερμανικές γλώσσες βλ. γερμανικός, γλώσσα σήμανσης βλ. σήμανση, επίσημη γλώσσα βλ. επίσημος, Ευρωπαϊκό Πορτφόλιο/Χαρτοφυλάκιο Γλωσσών βλ. πορτφόλιο, ινδοευρωπαϊκές γλώσσες βλ. ινδοευρωπαϊκός, μητέρα γλώσσα βλ. μητέρα, νοηματική γλώσσα βλ. νοηματικός, νόσος της κυανής γλώσσας βλ. νόσος, οικογένεια γλωσσών/γλωσσική οικογένεια βλ. οικογένεια, πολυσυνθετική γλώσσα βλ. πολυσυνθετικός, ρομανικές/λατινογενείς/νεολατινικές γλώσσες βλ. ρομανικός, συγκολλητικές γλώσσες βλ. συγκολλητικός, συμβολική γλώσσα βλ. συμβολικός, συμπεριληπτική γλώσσα βλ. συμπεριληπτικός, συνθετικές γλώσσες βλ. συνθετικός, συνθηματική γλώσσα βλ. συνθηματικός, τεχνητή γλώσσα βλ. τεχνητός, τριχωτή γλώσσα βλ. τριχωτός, φυσική γλώσσα βλ. φυσικός ● ΦΡ.: βάζω χαλινάρι στη γλώσσα μου (μτφ.-προφ.): προσέχω ή μετριάζω τα λόγια μου., βγάζει γλώσσα (μτφ.-προφ.): μιλά προσβλητικά, με αναίδεια, αυθαδιάζει: Τολμάει και ~ ~; Για δες το μικρό, έβγαλε ~! Πβ. αντιμιλώ., βγάζω τη γλώσσα (σε κάποιον/κάτι): δείχνω τη γλώσσα μου σε κάποιον και κατ' επέκτ. κοροϊδεύω, περιφρονώ: Μου έβγαλε ~ ~ και χαμογέλασε αυτάρεσκα., γλώσσα-πηγή/γλώσσα-στόχος & γλώσσα αφετηρίας/γλώσσα αφίξεως: αυτή που μεταφράζεται και αυτή στην οποία καταλήγει η μετάφραση: Mεταφορά κειμένου από τη ~-πηγή στη ~-στόχο.|| (ΠΑΙΔΑΓ.) Διδασκαλία στη ~-στόχο. [< αγγλ. source language/target language, 1953] , δεν (το) πάει η γλώσσα μου (προφ.): διστάζω να μιλήσω από σεβασμό, ντροπή ή φόβο μήπως γίνω δυσάρεστος: ~ ~ να την κατηγορήσω. Έχω πολλά να πω, αλλά ~ ~., δεν βάζει γλώσσα μέσα (του) (προφ.): μιλάει αδιάκοπα, φλυαρεί: Δεν έβαζε ~ ~, λες κι είχε φάει γλιστρίδα., δένεται η γλώσσα μου (κόμπος) (μτφ.): δυσκολεύομαι να μιλήσω: Μου δέθηκε η ~ από την αγωνία. Ξαφνιάστηκε τόσο, που του δέθηκε η ~ του κόμπος και δεν είπε λέξη., έγινε η γλώσσα μου τσαρούχι/παπούτσι (μτφ.-προφ.): στέγνωσε (συνήθ. από τη δίψα)., έχει μεγάλη γλώσσα (προφ.-μτφ.) 1. & έχει μακριά/μια γλώσσα: αυθαδιάζει: ~ ~, πρόσεχε μη σε πιάσει στο στόμα της! 2. κολακεύει, για να εξυπηρετήσει το συμφέρον του. ΣΥΝ. γλείφω (2), έχω κάτι στην άκρη της γλώσσας μου (μτφ.): είμαι έτοιμος να πω ή να θυμηθώ κάτι: Μια στιγμή, στην ~ ~ το 'χω (: για λέξη ή έκφραση). [< γαλλ. avoir (un mot) sur le bout de la langue] , η γλώσσα κόκαλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει (παροιμ.): τα λόγια, συνήθ. τα κακοπροαίρετα σχόλια, μπορεί να πληγώσουν ανεπανόρθωτα: Σκέψου τι θα ξεστομίσεις, ~ ~., κακές γλώσσες & κακά στόματα: (μετωνυμ.) όσοι σχολιάζουν κακοπροαίρετα τους άλλους: ~ ~ διαδίδουν/επιμένουν/υποστηρίζουν ότι ... Οι ~ ~ δεν την έχουν πιάσει στο στόμα τους. Όπως λένε οι ~ ~... Βλ. καλοθελητής.|| Τον έφαγαν οι ~ ~ (= τον γλωσσόφαγαν)! [< γαλλ. (les) mauvaises langues] , μάζεψε τη γλώσσα σου (απειλητ.): πρόσεξε τα λόγια σου, μην αυθαδιάζεις, μη βρίζεις: Για ~ ~, σε παρακαλώ! ~ ~ λιγάκι και μην προσβάλλεις τους άλλους!, μάλλιασε η γλώσσα μου/(σπάν.) το στόμα μου (προφ.) & (σπάν.-λαϊκό) γάνιασε η γλώσσα μου: ως έκφραση αγανάκτησης για τη μάταιη επανάληψη του ίδιου πράγματος: ~ ~ να το λέω/το εξηγώ, μα πού ν' ακούσουν!, με τρώει η γλώσσα μου (μτφ.-προφ.): θέλω πολύ να πω κάτι που είναι αρνητικό, δυσάρεστο ή μυστικό: Μέρες τώρα ~ ~, αλλά κρατιέμαι., μιλώ άλλη/διαφορετική γλώσσα με κάποιον (μτφ.): έχουμε διαφορετικό τρόπο σκέψης: Δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε, μιλάμε ~ ~., μιλώ την ίδια γλώσσα με κάποιον (μτφ.): έχω τις ίδιες αντιλήψεις, κοινό κώδικα επικοινωνίας: Είναι νωρίς να λες ότι ~άτε την ίδια ~, αφού μόλις γνωριστήκατε., μου βγήκε η γλώσσα (μτφ.-προφ.): λαχανιάζω και κατ' επέκτ. ταλαιπωρούμαι: ~ ~ (έξω) ν' ανεβώ τις σκάλες.|| Του βγαίνει ~ ~ απ' την κούραση (= ξεθεώνεται). Πβ. μου βγαίνει η πίστη/η Παναγία/η ψυχή/το λάδι., φάε/δάγκωσε/κατάπιε τη γλώσσα σου! & που να φας τη γλώσσα σου!: (προφ., ως απάντηση) για αποτροπή αρνητικών προβλέψεων: ~ ~ (: πάψε, μη γρουσουζεύεις, μην κακομελετάς) όλα θα πάνε καλά! ΣΥΝ. κουνήσου από τη θέση σου, χτύπα/να χτυπήσω ξύλο!, (η γλώσσα/το στόμα του) στάζει/έχει μέλι βλ. στάζω, (η γλώσσα/το στόμα του) στάζει/έχει φαρμάκι/δηλητήριο/κακία/χολή βλ. στάζω, αλέθει η γλώσσα του/της βλ. αλέθω, γλώσσα παπούτσι, μυαλό κουκούτσι βλ. παπούτσι, γλώσσα/γλώττα λανθάνουσα (τ' αληθή/(την) αλήθεια(ν) λέγει) βλ. λανθάνων, η γλώσσα του/της πάει ροδάνι βλ. ροδάνι, θα σου κόψω τη γλώσσα βλ. κόβω, κατάπιε τη γλώσσα του βλ. καταπίνω, λύνεται η γλώσσα μου βλ. λύνω, μπερδεύω τα λόγια μου/τη γλώσσα μου/τα μπερδεύω βλ. μπερδεύω, να μην προτρέχει η γλώσσα της διανοίας/της σκέψης βλ. προτρέχω, πιπέρι στο στόμα/στη γλώσσα! βλ. πιπέρι, πριν μιλήσεις, βούτα τη γλώσσα στο μυαλό σου βλ. βουτώ, στέγνωσε το σάλιο/η γλώσσα/ο λαιμός/το λαρύγγι μου βλ. στεγνώνω, το έχω στο στόμα/στη γλώσσα (μου) βλ. στόμα [< αρχ. γλῶσσα, γαλλ. langue, αγγλ. language, γερμ. Sprache]

γνάθος

γνάθος γνά-θος ουσ. (θηλ.): ΑΝΑΤ. καθένα από τα δύο οστά του προσώπου που φέρουν δόντια: άνω (: ο σκελετός στην οροφή του στόματος)/κάτω (: το κινητό οστό στο έδαφος του στόματος) ~. Η άρθρωση της ~ου. Βλ. προγναθισμός. ΣΥΝ. σιαγόνα (1) [< αρχ. γνάθος] ΓΝΑΘΟΣ

γροθιά

γροθιά γρο-θιά ουσ. (θηλ.) 1. κλειστή παλάμη με τα δάχτυλα διπλωμένα μέσα της και συνεκδ. το χτύπημα με αυτή: Έσφιξε τη ~ του (οργισμένος). Κάνε (το χέρι) ~! Δέχτηκε/έφαγε/του έδωσε/του έριξε (μια) ~ στη μύτη. Χτύπησε τη ~ του στο τραπέζι. Πανηγυρίζουν/χαιρέτησαν με υψωμένες (τις) ~ιές.|| Με ~ιές και κλοτσιές (πβ. πυξ λαξ). ΣΥΝ. μπουνιά. Βλ. αγκωνιά, γονατιά, καρπαζιά, κουτουλιά, σιδερο~, φάπα. 2. (μτφ.-προφ.) ισχυρό πλήγμα που καταφέρεται συνήθ. εναντίον θεσμού, αρνητικού φαινομένου ή δυσάρεστης κατάστασης: ~ στη γραφειοκρατία/στη διαπλοκή/στο κατεστημένο. Πβ. ράπισμα, σφαλιάρα, χαστούκι. ● ΦΡ.: γροθιά στο στομάχι (μτφ.): για κάτι σοκαριστικό, συγκλονιστικό: ταινία-~ ~. ~ ~ ήταν τα στατιστικά στοιχεία για τα ναρκωτικά. Βλ. σοκ., με σιδερένια γροθιά (μτφ.): με δύναμη και αποφασιστικότητα: Κυβερνά ~ ~ (βλ. απολυταρχικά)., μια γροθιά: όλοι μαζί, ενωμένοι: ~ ~ για τη νίκη! Μια φωνή, ~ ~. Βλ. ομοψυχία., παίζω ξύλο/μπουνιές/σφαλιάρες βλ. παίζω [< μεσν. γροθιά]

γυρίζω

γυρίζω γυ-ρί-ζω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {γύρι-σα, γυρί-στηκε, -σμένος, γυρίζ-οντας} & γυρνώ κ. -άω {-άς ..., -ώντας} 1. περιστρέφω: ~ τους δείκτες του ρολογιού/το κλειδί στην πόρτα/τη σούβλα. Μην ξεχάσεις να ~σεις το ρολόι μια ώρα μπροστά/πίσω.|| Η Γη/ο δορυφόρος ~ει. Μετά το μεθύσι ένιωθα όλα να ~ουν.|| (μτφ.) Η κυβέρνηση ~ει γύρω-γύρω από το πρόβλημα της ανεργίας (: δεν το αντιμετωπίζει ουσιαστικά). 2. στρέφω κάτι προς ορισμένη κατεύθυνση: ~ το βλέμμα.|| Με το που μπήκε στο δωμάτιο, όλοι ~σαν. ~σε στους πίσω και τους έκανε παρατήρηση. Δεν ~σε καν να με κοιτάξει. Τον φώναξα πολλές φορές, αλλά δεν ~σε. ~σε και μου είπε ότι ... Είχε ~σμένο το κεφάλι προς το μέρος της. Κοιμάται ~σμένη στο πλάι. 3. επιστρέφω: ~ από τις διακοπές/τη δουλειά/το εξωτερικό. ~ το βράδυ/την Κυριακή/πίσω. Γυρνώντας σπίτι (= καθώς γύριζα, στον γυρισμό), άκουγα ραδιόφωνο. Τηλεφώνησέ μου μόλις ~σεις. Τι ώρα είναι αυτή που ~σες πάλι; Μόλις τώρα ~σα. Θα ~σω με τα πόδια. (ως ευχή) Καλό ταξίδι και με το καλό να ~σετε! Βλ. ξανα~.|| (μτφ.) Συχνά ~ στα παλιά/στο παρελθόν/στο χθες (πβ. αναπολώ). Φέτος τον χειμώνα η μόδα ~ει (= επανέρχεται) στη δεκαετία του '60.|| Δεν μου ~σε ακόμη τα δανεικά. (στο ποδόσφαιρο) ~σε από αριστερά τη μπάλα στον τερματοφύλακα. 4. αναποδογυρίζω: ~ τα αβγά/την ομελέτα.|| Ο γιακάς σου έχει ~σει (: έχει έρθει το μέσα έξω). 5. αλλάζω: ~ κανάλι/πλευρό/σελίδα.|| (μτφ.) ~ουν τα πράγματα. ~σε η κατάσταση/η τύχη. Ο καιρός ~σε (σε βοριά/νοτιά). Πβ. μεταβάλλομαι. 6. περιφέρομαι, τριγυρίζω: ~ει όλο το βράδυ στους δρόμους/σε μπαράκια. ~ει με τον ένα και με τον άλλο (: βγαίνει, έχει ερωτική σχέση). Οι μασκαράδες γύριζαν από σπίτι σε σπίτι. Πού ~ες όλη μέρα; ~ει εδώ κι εκεί.|| Το νησί είναι πανέμορφο, αξίζει να το ~σετε (: να κάνετε τον γύρο του, βλ. περπατώ.). ~σε όλο τον κόσμο (: ταξίδεψε παντού).|| Μας ~σαν σε μουσεία, καταστήματα, ταβέρνες (= ξενάγησαν, πήγαν). 7. κινηματογραφώ: ~ ένα ντοκιμαντέρ/ένα σίριαλ/ταινία. Το φιλμ ~στηκε το 1970. Βλ. κακο-, καλο-γυρισμένος. ● ΦΡ.: γυρίζω με άδεια χέρια (προφ.): επιστρέφω άπρακτος: Πήγε για κυνήγι, αλλά γύρισε ~ ~., γυρίζω το μέσα έξω: βγάζω έξω αυτό που βρίσκεται από μέσα, αναστρέφω, αντιστρέφω: Γύρισε τα γάντια ~ ~., γυρίζω το παιχνίδι & το παιχνίδι γυρίζει: (κυρ. στο ποδόσφαιρο) για ανατροπή του σκορ και συνήθ. νίκη της ομάδας ή του παίκτη που έχανε προηγουμένως., μου γυρίζει/μου ανακατεύεται το στομάχι/μου γυρίζουν τ' άντερα (μτφ.-προφ.): με ενοχλεί υπερβολικά, μέχρι αηδίας: ~ ~ μόνο που το σκέφτομαι!, να πάει και να μη γυρίσει!: (αποτρεπτικά) για εξαιρετικά δυσάρεστο συμβάν., ρόδα είναι και γυρίζει/γυρίζει ο τροχός: για το ευμετάβλητο της τύχης. Πβ. έχει ο καιρός γυρίσματα., το γύρισε στ' αστείο/στην πλάκα (προφ.): έστρεψε τη συζήτηση προς το αστείο., το γύρισε στο σοβαρό (προφ.): έστρεψε την κουβέντα σε σοβαρά θέματα ή πήρε σοβαρό ύφος., το/τα γυρίζω (μτφ.-προφ.): αλλάζω γνώμη ή συνήθεια: Ενώ αρχικά είπε ότι θα με βοηθήσει, μετά μου τα γύρισε.|| Το ~σε (= στράφηκε) στη μαγειρική τώρα., τώρα που γυρίζει (προφ.): (ως προτροπή) σε περιπτώσεις που η έκβαση δεν έχει ακόμη κριθεί και οι προοπτικές είναι ανοιχτές: Έλα παίξε ~ ~ (: ενν. η ρουλέτα και γενικότ. σε τυχερά παιχνίδια)! Πάρτε προσκλήσεις ~ ~!, αλλάζει/γυρίζει το γούρι βλ. γούρι, αλλάζω/γυρίζω (την) κουβέντα/(τη) συζήτηση βλ. αλλάζω, αλλάζω/γυρίζω σε κάποιον μυαλά/κεφάλι/ιδέες βλ. αλλάζω, γυρίζει σαν (τη) σβούρα βλ. σβούρα, γυρίζει σαν την άδικη κατάρα βλ. κατάρα, γυρίζει/βουίζει το κεφάλι μου βλ. κεφάλι, γυρίζω/ανοίγω (μια) νέα σελίδα βλ. σελίδα, γυρίζω/στρέφω και το άλλο μάγουλο βλ. μάγουλο, γυρίζω/στρέφω/δείχνω την πλάτη/τα νώτα μου σε κάποιον/κάτι βλ. πλάτη, η τύχη μού γυρίζει την πλάτη βλ. τύχη, θα γυρίσει ο τροχός, θα χορτάσει κι ο φτωχός βλ. χορταίνω, ο κόσμος γύρισε ανάποδα/ήρθε τα πάνω κάτω βλ. κόσμος, όταν εσύ πήγαινες, εγώ ερχόμουν/γύριζα/γυρνούσα βλ. πηγαίνω & πάω, πολλές φορές πάει η στάμνα για νερό, μία πάει και δε(ν) γυρίζει βλ. στάμνα, το ποτάμι δε(ν) γυρίζει πίσω βλ. ποτάμι [< μεσν. γυρίζω, γαλλ. tourner, αγγλ. turn]

-ίτιδα

-ίτιδα & (λόγ.) -ίτις {-ίτιδος}: ΙΑΤΡ. επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν φλεγμονή: αδεν~/αμυγδαλ~/κολπ~/λαρυγγ~/σκληρ~ (σύγκρ. σκληρ-ίαση)/σκωληκοειδ- (πβ. -ίτης)/φαρυγγ~. Βλ. -αλγία, -πάθεια, -ωση2.

κακοσμία

κακοσμία κα-κο-σμί-α ουσ. (θηλ.): δυσοσμία που αναδίδεται κυρ. από μέρη του σώματος: ~ μασχάλης/ποδιών (= ποδαρίλα). ~ και εφίδρωση. Εξουδετέρωση της ~ας (βλ. αποσμητικό). Πβ. βρόμα, μπόχα. ΑΝΤ. ευοσμία ● ΣΥΜΠΛ.: κακοσμία/δυσοσμία του στόματος: ΙΑΤΡ. δυσάρεστη αναπνοή: ~ ~ λόγω ξηροστομίας/οδοντικών προβλημάτων/του καπνίσματος. Πβ. απόπνοια. [< μτγν. κακοσμία, αγγλ. cacosmia, γαλλ. cacosmie]

καραμέλα

καραμέλα κα-ρα-μέ-λα ουσ. (θηλ.) 1. ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. {συνήθ. στον πληθ.} μικρό ζαχαρωτό, σκληρό ή μαλακό, που παρασκευάζεται από αρωματισμένο και συνήθ. χρωματισμένο σιρόπι και λιώνει στο στόμα: γεμιστές/πολύχρωμες ~ες. ~ες βουτύρου/γάλακτος/μέντας/ούζου. ~ες με γεύση φρούτων. ~ες-ζελεδάκια. ~ες χωρίς ζάχαρη/για διαβητικούς. Ένα βάζο/κουτί/πακέτο/σακουλάκι ~ες. Ξετυλίγω μια ~. Μοίρασε ~ες στα παιδιά. Μην τρως πολλές ~ες, θα χαλάσουν τα δόντια σου! Καταπίνει τις βιταμίνες σαν ~ες! Βλ. γλειφιτζούρι, κουφέτο, σοκολάτα.|| Πολυβιταμινούχες ~ες. ~ες για τον βήχα/τον λαιμό (= παστίλιες). 2. ΖΑΧΑΡ. {χωρ. πληθ.} παχύρρευστο διάλυμα, που παρασκευάζεται από ζάχαρη λιωμένη σε μικρή ποσότητα νερού και βρασμένη σε σιγανή ή μέτρια φωτιά, μέχρι να αποκτήσει καστανό ή σκούρο καφέ χρώμα· χρησιμοποιείται ως γαρνιτούρα, επίστρωση ή γέμιση γλυκών: παγωτό/τούρτα ~ (πβ. καραμελέ). Κρέμα/σάλτσα/σιρόπι/σος ~/~ας. Περιχύνω με (ζεστή) ~. Βλ. πραλίνα.|| Καφές με άρωμα/γεύση ~/~ας. 3. (μτφ.) ό,τι επαναλαμβάνεται ή αναπαράγεται χωρίς να έχει ουσιαστικό νόημα, συνήθ. ως πρόσχημα: η ~ της διαφάνειας/της συνωμοσιολογίας. Ακούμε/αναμασούν/πιπιλίζουν συνέχεια την ίδια ~. Πβ. πιπίλα, τσίχλα. ● Υποκ.: καραμελάκι (το): στη σημ.1., καραμελίτσα (η): στη σημ.1. ● ΦΡ.: έχω/κάνω/γίνεται κάτι καραμέλα στο στόμα μου: για θέμα, επιχείρημα ή δικαιολογία που προβάλλεται σε κάθε ευκαιρία: Η λέξη "παγκοσμιοποίηση" έχει γίνει πια ~ ~ όλων μας. [< ιταλ. caramella, γαλλ. caramel]

κοιλία

κοιλία κοι-λί-α ουσ. (θηλ.) 1. ΑΝΑΤ. κοιλότητα της καρδιάς ή του εγκεφάλου: αριστερή/δεξιά ~ (: που προωθεί το αίμα στα αγγεία). Βλ. αορτή, κόλπος.|| Οι πλάγιες ~ες (ενν. του εγκεφάλου). 2. ΙΑΤΡ. (λόγ.) κοιλιά: οξεία (χειρουργική) ~ (= πάθηση που απαιτεί συνήθ. χειρουργική επέμβαση). Αξονική τομογραφία/πλαστική (= κοιλιοπλαστική)υπερηχογράφημα ~ας. Βλ. θώρακας, πύελος. ● ΣΥΜΠΛ.: κρεμάμενη κοιλία βλ. κρεμάμενος [< αρχ. κοιλία, γαλλ. ventricule, αγγλ. coelia]

κρέμομαι

κρέμομαι κρέ-μο-μαι ρ. (αμτβ.) {μόνο σε ενεστ. κ. παρατ., μτχ. κρεμάμενος} 1. στηρίζομαι, στερεώνομαι από κάπου ψηλά σε σχέση με το έδαφος και αιωρούμαι ή έχω το κάτω μέρος ελεύθερο: Ο πολυέλαιος ~εται από το ταβάνι. Άνθρωποι ~ονταν από σχοινιά και σκάλες.|| Κάδρο/καθρέφτης που ~εται (πβ. κρεμιέται) στον τοίχο/πάνω από το τζάκι. Το χρυσό μετάλλιο ~όταν στον λαιμό του.|| (προφ.) Σου ~εται μια κλωστή (: εξέχει). Οι κοιλιές/τα προγούλια του ~ονται.|| (μτφ.) Το μοναστήρι ~εται πάνω από το φαράγγι. Τα σύννεφα ~ονταν βαριά πάνω από τα κεφάλια τους.|| (για αφηρημένη έννοια που προκαλεί ανασφάλεια ή φόβο) Η απειλή της απέλασης/η δαμόκλειος σπάθη της ανεργίας/ο κίνδυνος της απόλυσης ~εται από πάνω τους. Πβ. επικρέμαται. 2. (μτφ.) (+ από) εξαρτώμαι από κάποιον ή κάτι: Το μέλλον της ~εται από την απόφασή του. Πβ. βασίζομαι. ● ΦΡ.: κρέμομαι από τα χείλη/το στόμα κάποιου (μτφ.): τον ακούω με μεγάλο ενδιαφέρον, προσοχή, αγωνία, προσμονή ή γοητευμένος: Το ακροατήριο/το κοινό ~όταν κυριολεκτικά από τα χείλη του., κρέμεται από μια τρίχα βλ. τρίχα, κρέμεται από/σε μια (λεπτή) κλωστή βλ. κλωστή, κρέμονται σαν (τα) σταφύλια βλ. σταφύλι ● βλ. κρεμάμενος, κρεμώ [< μεσν. κρέμομαι]

λαιμός

λαιμός λαι-μός ουσ. (αρσ.) 1. ΑΝΑΤ. μέρος του σώματος των ανθρώπων και των ζώων, που ενώνει το κεφάλι με τον κορμό· το εσωτερικό του, λάρυγγας, φάρυγγας, αμυγδαλές: κοντός/λεπτός/μακρύς/χοντρός ~. Οι αρτηρίες (βλ. καρωτίδα)/φλέβες (βλ. σφαγίτιδα) του ~ού. Κόσμημα (βλ. περιδέραιο)/προστατευτικό ~ού. Μαντίλι (δεμένο) γύρω από το(ν)/στο(ν) ~ό. Έχει πιαστεί ο ~ μου (βλ. στραβοκοιμάμαι). Φορά αλυσίδα/κολιέ στον ~ό. Νιώθω έναν κόμπο/ένα σφίξιμο στο ~ό. Πβ. τράχηλος. Βλ. αυχένας, θυρεοειδής (αδένας).|| Ερεθισμένος ~. Καραμέλα/σιρόπι για το ~ό. Έκλεισε/με γαργαλά/με καίει/ξεράθηκε/πονά (βλ. πονόλαιμος) ο ~ μου. Πβ. λαιμά. Βλ. βραχνιάζω.|| (συνεκδ., τμήμα ρούχων που τυλίγει τον ~ό:) Ο ~ της μπλούζας έχει ξεχειλώσει. Πβ. περιλαίμιο. Βλ. γιακάς, ζιβάγκο, ντεκολτέ.|| (ΖΩΟΛ.) Ο ~ της καμηλοπάρδαλης/του κύκνου. 2. (κατ’ επέκτ.) μακρόστενο τμήμα αντικειμένου: ο ~ ενός αγγείου/του μπουκαλιού. Δοχείο με κοντό και στενό ~ό (βλ. στάμνα).|| (ΒΟΤ.) Ο ~ των φυτών (: το τμήμα που ενώνει τη ρίζα με το(ν) βλαστό). 3. (ειδικότ.) λωρίδα γης που ενώνει μια χερσόνησο με την ξηρά. ● Υποκ.: λαιμουδάκι (το) ● ΦΡ.: βάζω το μαχαίρι/τη θηλιά στο(ν) λαιμό κάποιου & (σπάν.) σφίγγω τη θηλιά στον λαιμό κάποιου (μτφ.-προφ.): του ασκώ μεγάλη πίεση, τον εκβιάζω: Του έχουν βάλει ~ ~ για να υπογράψει., καθαρίζω το λαιμό μου & τη φωνή μου (μτφ.-προφ.): βήχω για να απαλλάξω τον λάρυγγα από φλέγματα., μέχρι/ως το λαιμό (μτφ.-προφ.): πάρα πολύ, εντελώς: μπλεγμένος/χρεωμένος ~ ~. Βουτηγμένοι ~ ~ στη διαφθορά. Πόλη πνιγμένη ~ ~ στα σκουπίδια.|| Μ' έχει φέρει ~ ~ (: με έχει εξοργίσει). [< γαλλ. jusqu' au cou] , μου κάθεται/μου στέκεται στο λαιμό/στο στομάχι (προφ.): για τροφή που προκαλεί πνιγμό ή δυσπεψία· κατ΄επέκτ. για κάποιον ή κάτι που προκαλεί αντιπάθεια, απέχθεια: Το κόκαλο/η μπουκιά μου κάθισε στον λαιμό.|| Παριστάνει τον έξυπνο και ~ ~., παίρνω (κάποιον) στο λαιμό μου (προφ.): τον παρασύρω σε κακή, λανθασμένη επιλογή· τον βλάπτω, τον ζημιώνω: Δεν είμαι και σίγουρη, μη σε πάρω ~ ~!, στο λαιμό να σου (/του ...) κάτσει!: ως κατάρα να μην ευχαριστηθεί κάποιος κάτι: ~ ~ το φαγητό!, αρπάζω/πιάνω κάποιον από το γιακά/το λαιμό/τα πέτα βλ. αρπάζω, κόβω το λαιμό/το(ν) σβέρκο μου βλ. κόβω, στέγνωσε το σάλιο/η γλώσσα/ο λαιμός/το λαρύγγι μου βλ. στεγνώνω, το κρίμα στο λαιμό σου! βλ. κρίμα [< 1, 2: αρχ. λαιμός, γαλλ. cou]

λόγια

λόγια λό-για ουσ. (ουδ.) (τα) 1. σύνολο λέξεων, φράσεων με τις οποίες εκφράζεται κάποιος προφορικά ή γραπτά· ό,τι λέει κάποιος: αισχρά (= αισχρολογίες)/ακαταλαβίστικα (= αλαμπουρνέζικα, κινέζικα, κορακίστικα)/ανόητα (= ανοησίες, αρλούμπες, κουραφέξαλα, μπακατέλες, μπαρούφες, σαχλαμάρες, φληναφήματα)/ανούσια (= αερολογίες, μπουρμπουλήθρες, παπαρδέλες, παπαριές, παρλαπίπες, πομφόλυγες, φούσκες)/απαξιωτικά/απειλητικά (= απειλές)/απερίσκεπτα/άσκοπα/ασυνάρτητα (= ασυναρτησίες)/βαθυστόχαστα/βαρύγδουπα/εγκωμιαστικά/ευγενικά/ευχάριστα (: ωραιολογίες)/ζεστά/ηχηρά/θερμά/καθησυχαστικά/κενά (/άδεια = κενολογίες)/κλούβια/κολακευτικά (= κολακείες)/κούφια/ξάστερα/όμορφα/παραπλανητικά/παρηγορητικά/περιττά (= περιττολογίες)/πικρά/προσβλητικά/προφητικά/σκληρά/σκόρπια/σοφά (βλ. ρήση)/συγκινητικά/χιλιοειπωμένα/ψεύτικα ~. ~ αγάπης/γεμάτα κακία/της στιγμής. Με ~ απλά και κατανοητά. Πες το με δικά σου ~. Παρανόησες/παρεξήγησες τα ~ μου. Αντάλλαξαν βαριά ~ (= κουβέντες). Για πρόσεχε τα ~ σου! Πβ. λεγόμενα, λεχθέντα. Βλ. βρομό-, γλυκό-, ερωτό-, μισό-, προστυχό-, τρυφερό-λογα.|| Ο ηθοποιός ξέχασε τα ~ του (: το κείμενο).|| Τα ~ (= οι στίχοι) ενός τραγουδιού. 2. (ειδικότ.) ανεκπλήρωτες υποσχέσεις· δηλώσεις: Φτάνουν πια τα ~! Είναι μόνο/όλο ~. Από ~ χορτάσαμε. Μη βασίζεσαι στα ~ του. 3. (ειδικότ.) διαδόσεις, φήμες: Ακούγονται πολλά ~. Μη δίνεις σημασία στα ~ του κόσμου! 4. (ειδικότ.) κουβέντα, συζήτηση, προφορικός λόγος (σε αντίθεση με την πρακτική εφαρμογή): με έργα και λόγια/με λόγια και έργα. Καιρός να περάσουμε από τα ~ στα έργα (πβ. θεωρία). Με τα ~ δεν καταφέρνουμε τίποτα. Είναι εύκολο στα ~ (= να το λες. ΑΝΤ. στην πράξη). Στα ~ όλα γίνονται. Υπάρχει ανάπτυξη/ισότητα μόνο στα ~ (βλ. θεωρητικά, υποθετικά· ΑΝΤ. πρακτικά). Η συμφωνία έχει κλειστεί μόνο στα ~ (= στο κουβεντιαστό, στο μιλητό). ● Υποκ.: λογάκια (τα) ● ΣΥΜΠΛ.: μεγάλα λόγια & παχιά/(σπάν.) παχυλά λόγια: υπερβολικές δηλώσεις, πομπώδεις εξαγγελίες, συνήθ. πολιτικών: Ο λαός δεν πιστεύει πια στα ~ ~. Μη λες ~ ~ (πβ. μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλη κουβέντα/μεγάλο λόγο μην λες/πεις)! Βλ. μεγαλοστομία. ● ΦΡ.: (κάποιος/κάτι) μένει στα λόγια (προφ.): δεν πραγματοποιεί αυτό που έχει δεσμευτεί ή δηλώσει ότι θα κάνει· δεν υλοποιείται, παραμένει σε επίπεδο εξαγγελιών: Δεν θα μείνει ~, αλλά θα προχωρήσει σε πράξεις.|| Το έργο/μέτρο έμεινε ~. Πβ. στα χαρτιά., βάζω λόγια (/κουβέντες/λέξεις) στο στόμα κάποιου (προφ.): ισχυρίζομαι ότι είπε κάτι, χωρίς αυτό να ισχύει: Μη βάζεις στο στόμα μου λόγια που δεν είπα., βάζω λόγια (σε κάποιον) (προφ.): διαβάλλω, συκοφαντώ κάποιον σε οικείο του πρόσωπο, με σκοπό να προκαλέσω διχόνοια μεταξύ τους: Δεν έχεις καταλάβει ότι σου ~ει ~ για μένα/εναντίον μου, για να τσακωθούμε; Βλ. βάζω/σπέρνω/ενσπείρω ζιζάνια., δεν έχω/δεν βρίσκω λόγια (προφ.): οι λέξεις δεν επαρκούν, για να εκφράσω κάτι, συνήθ. πολύ θετικό: ~ ~ (για) να σ' ευχαριστήσω! Τι να πω, ~ ~!, δεν παίρνει από λόγια (προφ.): δεν είναι διαλλακτικός, συζητήσιμος, δεν δέχεται συμβουλές ή υποδείξεις. Βλ. ξεροκέφαλος, πεισματάρης., ήρθαν/πιάστηκαν στα λόγια (προφ.): διαπληκτίστηκαν, μάλωσαν, καβγάδισαν. Πβ. λογοφέρνω, τσακώνομαι., κρύβε λόγια & (σπάν.) κράτα λόγια (προφ.): ως προτροπή στον συνομιλητή να μην προβεί σε αποκαλύψεις ή να μην αναφέρει πράγματα που δεν συμφέρουν τον ομιλητή: ~ ~ που σου λέω! ~ ~, γιατί προδίδεσαι., λίγα λόγια και καλά (προφ.): προτροπή σε κάποιον τα λόγια του να είναι σύντομα και με ουσία: Άσε τις φλυαρίες, ~ ~., με άλλα λόγια & μ' άλλα λόγια (προφ.) & (απαρχαιωμ.) εν άλλοις λόγοις: για να μιλήσουμε ξεκάθαρα, χωρίς περιστροφές· δηλαδή: ~ ~, η κατάσταση είναι πολύ κρίσιμη.|| ~ ~, μου λες ότι θες να φύγεις. Έτσι δεν είναι;, με λίγα/δυο λόγια & μ' ένα λόγο (προφ.): πολύ σύντομα, συνοπτικά: ~ ~ (= εν ολίγοις, κοντολογίς), ήθελα να πω ότι ... Εξήγησέ/περίγραψέ/πες το μου ~ ~! Τι σημαίνει, ~ ~, αυτό; Πβ. διά βραχέων. ΣΥΝ. εν συντομία, ο καθένας/ο Μανόλης με τα λόγια χτίζει ανώγια και κατώγια (παροιμ.): για κάποιον που σχεδιάζει ή υπόσχεται πολλά, αλλά δεν τα πραγματοποιεί., τα λίγα λόγια ζάχαρη και τα καθόλου μέλι (παροιμ.): για να τονιστεί η αξία της λακωνικότητας ή της σιωπής, ανάλογα με την περίπτωση. Πβ. η σιωπή είναι χρυσός., χάνω τα λόγια μου (προφ.) 1. τα μπερδεύω, δεν μπορώ να εκφραστώ λόγω σύγχυσης: Όταν τον κοιτάζω, ~ ~. Απ' το άγχος, ~σε ~ του. 2. & (σπάν.) ξοδεύω τα λόγια μου: μιλώ σε κάποιον άσκοπα, χωρίς ανταπόκριση: Μη συνεχίζεις, άδικα χάνεις τα ~ σου μαζί του. Πβ. μιλώ στον αέρα.|| Τα λόγια μου πήγαν χαμένα., (τα λόγια πετούν,) τα γραπτά μένουν βλ. γραπτός, άλλα λόγια ν' αγαπιόμαστε βλ. αγαπώ, αλλάζει τα λόγια του βλ. αλλάζω, έρχομαι στα λόγια (κάποιου) βλ. έρχομαι, λίγα τα λόγια σου/λίγα λόγια βλ. λίγος, λόγια της καραβάνας βλ. καραβάνα, λόγια του αέρα βλ. αέρας, μασάω τα λόγια μου/τα μασάω βλ. μασώ, μετράω τα λόγια μου βλ. μετρώ, μετρημένα τα λόγια σου! βλ. μετρημένος, μπερδεύω τα λόγια μου/τη γλώσσα μου/τα μπερδεύω βλ. μπερδεύω, παίρνω λόγια (από κάποιον) βλ. παίρνω, τα λόγια σου με χόρτασαν/ο λόγος σου με χόρτασε και το ψωμί σου φάτο βλ. χορταίνω, τα πολλά λόγια είναι φτώχεια βλ. φτώχεια, τέτοια ώρα/τέτοιες ώρες, τέτοια λόγια βλ. τέτοιος [< μτγν. λόγια] ΛΟΓΙΑ

-λογία

-λογία επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που αναφέρεται σε 1. επιστημονικό κλάδο ή τομέα: βιο~/γλωσσο~/επιστημο~/θεο~/κοινωνιο~/ορυκτο~/παθο~/πετρο~/φιλο~/ψυχο~. Βλ. -ικός. 2. λόγο, λόγια: ακριβο~/αντι~/απο~/δικαιο~/ηθικο~.|| (αρνητ. συνυποδ.) Αερο~/εκλογο~/καταστροφο~/κενο~/πολυ~. Αισχρο~ (βλ. -λόγος)/δαιμονο~/κινδυνο~.|| (ομιλία) Δευτερο~. 3. σύνολο συγκεντρωμένων στοιχείων, αρχών, κανόνων: (περιληπτ.) θεματο~ (πβ. -γραφία). Νομο~.|| (συλλογή) Aνθο~ (βλ. -λόγιο).|| Δεοντο~/μεθοδο~. 4. προσδιορισμό, καθορισμό ή στο αποτέλεσμά τους: βαθμο~ (πβ. βαθμολόγηση)/δοσο~/χρονο~. Βλ. -λογώ.

-λόγος

-λόγος επίθημα αρσενικών και θηλυκών ουσιαστικών με αναφορά σε 1. ειδικό επιστήμονα ή επαγγελματία: (o/η) αρχαιο~/αστικο~/βιο~/θεο~/παθο~. Εκλογο~.|| Ηλεκτρο~. Βλ. -γράφος. 2. πρόσωπο που συνηθίζει να τοποθετείται ή να εκφράζεται με συγκεκριμένο τρόπο: (αρνητ. συνυποδ.) καταστροφο~/κινδυνο~.|| Ευφυο~. Καυχησιο~/λασπο~/χυδαιο~. 3. (σπάν.) άτομο που συλλέγει ό,τι δηλώνει η πρωτότυπη λέξη: ανθο~/σταχυο~. 4. (σπανιότ.-μόνο στο αρσ.) εργαλείο: βιδο~.

λύκος

λύκος λύ-κος ουσ. (αρσ.) 1. ΖΩΟΛ. σαρκοφάγο θηλαστικό (επιστ. ονομασ. Canis lupus) που μοιάζει με μεγάλο άγριο σκύλο, έχει φαιό τρίχωμα, μεγάλο κεφάλι με δυνατές γνάθους και χαρακτηριστικούς μεγάλους κυνόδοντες, όρθια αυτιά, ψηλά πόδια και φουντωτή ουρά: γκρίζος/κόκκινος ~. Επίθεση ~ου σε κοπάδι από πρόβατα. Αγέλη ~ων. Αλύχτισμα/κραυγές/ουρλιαχτά ~ων. Πβ. ζουλάπι. Βλ. θηρίο, κογιότ, κυνοειδή, λύγκας, λύκαινα, τσακάλι. || ~/τίγρης της Τασμανίας. 2. (για πρόσ.) αιμοβόρος, σκληραγωγημένος. Βλ. γερό-, θαλασσό-λυκος. 3. (προφ.) λυκόσκυλο. 4. ΙΑΤΡ. διάσπαρτη φλεγμονώδης νόσος του συνδετικού ιστού, η οποία μπορεί να προσβάλει οποιοδήποτε ή όλα τα συστήματα του οργανισμού: (δισκοειδής/συστηματικός) ερυθηματώδης ~. Πβ. κολλαγόνωση 5. ΑΣΤΡΟΝ. (με κεφαλ. Λ) αστερισμός του Νότιου Ημισφαιρίου. ● Υποκ.: λυκάκι (το): στις σημ. 1, 3. Πβ. λυκόπουλο. ● ΦΡ.: βάλανε/έβαλαν τον λύκο να φυλά τα πρόβατα (παροιμ.): σε περιπτώσεις που ανατίθεται ευθύνη, εξουσία ή αρμοδιότητα σε πρόσωπο ακατάλληλο, επικίνδυνο και, τελικά, επιζήμιο., γλίτωσα/σώθηκα απ' το στόμα του λύκου (μτφ.-προφ.): ξέφυγα από μεγάλο κίνδυνο. Πβ. γλίτωσα/σώθηκα/μ' έσωσε απ’ του χάρου τα δόντια. Βλ. γλιτώνω από τα χέρια κάποιου., θρέψε λύκο τον χειμώνα, να σε φάει το καλοκαίρι (παροιμ.): για άνθρωπο αγνώμονα, αχάριστο., ο άνθρωπος για τον άνθρωπο (είναι) λύκος (γνωμ.): δηλ. ανελέητος, απάνθρωπος, σκληρός. [< λατ. homo homini lupus] , ο λύκος κι αν εγέρασε κι άσπρισε (/άλλαξε) το μαλλί του, μήτε τη γνώμη άλλαξε μήτε την κεφαλή του (παροιμ.): δεν αλλάζει (εύκολα) κάποιος χαρακτήρα ή τρόπο σκέψης, όσα χρόνια κι αν περάσουν., πεινώ/τρώω σαν λύκος (προφ.): δηλ. πάρα πολύ, λαίμαργα. Πβ. δεν βλέπω μπροστά μου/δεν σε βλέπω από την πείνα, με κόβει (η) λόρδα, πεθαίνω/ψοφώ της πείνας., πέφτω/μπαίνω/βάζω το κεφάλι μου στο στόμα του λύκου & ρίχνω/στέλνω κάποιον στο στόμα του λύκου (μτφ.-προφ.): για κάποιον που εκθέτει τον εαυτό του ή που τον εκθέτουν σε μεγάλο κίνδυνο: Από μόνος του έβαλε το κεφάλι του/έπεσε/μπήκε ~ ~ (πβ. βάζω το κεφάλι μου στον ντορβά). Έριξαν/έστειλαν τα παιδιά τους ~ ~. [< γαλλ. dans la gueule du loup] , (εδώ) τον λύκο (τον) βλέπουμε, τον ντορό γυρεύουμε/ψάχνουμε; βλ. ντορός, άι/άντε στον κόρακα! βλ. κόρακας, από τα μετρημένα τρώει ο λύκος βλ. μετρημένος, μοναχικός λύκος βλ. λύκος, ο λύκος έχει τ' όνομα κ(α)ι η αλεπού τη χάρη βλ. αλεπού, ο λύκος στην αναμπουμπούλα χαίρεται βλ. αναμπουμπούλα, όποιος φεύγει/όποιο πρόβατο βγαίνει απ' το μαντρί/κοπάδι, το(ν) τρώει ο λύκος βλ. μαντρί [< 1: αρχ. λύκος 4: γαλλ. lupus]

μπουκιά

μπουκιά μπου-κιά ουσ. (θηλ.): ποσότητα στερεάς τροφής που μπορεί να χωρέσει στο στόμα: μεγάλη/μικρή ~. ~ιές κοτόπουλου (= κοτομπουκιές)/χοιρινού. Έκοψε το κρέας σε ~ιές (= μικρά ισομεγέθη κομμάτια). Μάσα καλά την κάθε ~.|| Να βάλω μια ~ στο στόμα μου (: να φάω κάτι), γιατί με έχει κόψει η λόρδα. Μου στάθηκε η ~ στον λαιμό (: κόντεψα να πνιγώ). Ούτε μια ~ δεν πάει κάτω (: δεν έχω καθόλου όρεξη). ● Υποκ.: μπουκίτσα (η): Κόβω τη ζύμη σε ~ες.|| (για γλύκισμα σε μικρά κομμάτια) Κουραμπιέδες/λουκούμια ~ες. ● ΦΡ.: δεν βάζω μπουκιά στο στόμα μου: δεν τρώω καθόλου: Από το πρωί δεν έχω βάλει ~ ~., με τη(ν) μπουκιά στο στόμα (προφ.) 1. για απότομη διακοπή της κατάποσης και γενικότ. μεγάλη βιασύνη: Σηκώθηκε από το τραπέζι κι έτρεχε ~ ~ να προλάβει το τρένο. 2. για κάτι ευχάριστο που ματαιώνεται τελευταία στιγμή: Έβαλε γκολ η αντίπαλη ομάδα δυο λεπτά πριν από τη λήξη και μείναμε ~ ~., μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλη κουβέντα/μεγάλο λόγο μην λες/πεις (παροιμ.): μη(ν) λες μεγάλα λόγια., μια μπουκιά (προφ.): για κάποιον ή κάτι πολύ μικρό: ~ ~ άνθρωπος (= μικροκαμωμένος).|| ~ ~ τόπος το νησί., μπουκιά και συχώριο (προφ.): για κάτι εξαιρετικά νόστιμο ή για κάποιον πολύ ωραίο: κοπέλες ~ ~! Πβ. να γλείφεις (και) τα δάχτυλά σου!, παίρνω/αρπάζω/κλέβω την μπουκιά (μέσα) από το στόμα κάποιου (μτφ.): αποσπώ κάτι από κάποιον που δικαιωματικά του ανήκει ή που ετοιμαζόταν να απολαύσει: Οι φιλοξενούμενοι ισοφάρισαν στο τελευταίο λεπτό, ~οντας ~ των γηπεδούχων., για ένα κομμάτι/ένα καρβέλι/μια μπουκιά ψωμί βλ. ψωμί, κάνω μια χαψιά/μπουκιά βλ. χαψιά [< μεσν. μπουκιά]

περίσσευμα

περίσσευμα πε-ρίσ-σευ-μα ουσ. (ουδ.) {περισσεύμ-ατος | -ατα} & (λαϊκό) περίσσεμα: ό,τι περισσεύει, πλεόνασμα· κατ'επέκτ. αφθονία: Δεν έμεινε καθόλου ~ από το φαγητό. (για χρήματα:) Έδωσαν/πρόσφεραν από το ~ά τους (ΑΝΤ. υστέρημα). Δεν υπάρχει ~ στις αποθήκες (βλ. στοκ).|| (μτφ.) ~ χρόνου και δυνάμεων (ΣΥΝ. περίσσεια). Διαθέτει (μεγάλα) ~ατα (= αποθέματα) αγάπης/ανθρωπιάς. Έχει ~ ψυχής. (ειρων.) ~ αλαζονείας/θράσους. ● ΦΡ.: εκ γαρ του περισσεύματος της καρδίας (το στόμα λαλεί) & εκ περισσεύματος καρδίας (ΚΔ, λόγ.): για κάτι που λέγεται ή γίνεται, το οποίο φανερώνει τα πραγματικά αισθήματα κάποιου. [< μτγν. περίσσευμα]

πέτρα

πέτρα πέ-τρα ουσ. (θηλ.) 1. σκληρή και συμπαγής ουσία που βρίσκεται σε μεγάλη ποσότητα στο έδαφος της Γης· κυρ. συνεκδ. τμήμα, κομμάτι από αυτό το υλικό: ακατέργαστη/βαριά/λαξευμένη/λεία/μυτερή/στρογγυλή (βλ. βότσαλο) ~. Διακοσμητικές/ηφαιστειακές/μυτερές/ορθογώνιες/πελεκητές/πολύχρωμες/πορώδεις/ποταμίσιες/τεχνητές/φυσικές ~ες. Δρόμος γεμάτος ~ες (= πετρώδης). Κάθισε (πάνω) σε μια ~ να ξεκουραστεί. Πβ. λιθάρι. Βλ. κοτρώνα, ασβεστό-, ελαφρό-, γαλαζό-, μυλό-, σκανταλό-, ταφό-πετρα.|| (ΟΙΚΟΔ.) ~ και μάρμαρο. ~ες και τούβλα. ~ες (= πλάκες) Καρύστου. Σπίτι χτισμένο με ~ες (= πετρόχτιστο).|| Κατασκευή τοίχου από ~ (πβ. λιθοδομή). (για γλύπτη:) Λειαίνει/σκαλίζει/σμιλεύει την ~.|| Εκσφενδόνισαν/πέταξαν/ρίχνουν ~ες (= πετροβολούν).|| Χέρια (σκληρά) σαν ~. ΣΥΝ. λίθος (1) 2. (κατ' επέκτ.) πετράδι: (δαχτυλίδια με) αστραφτερές/πολύτιμες ~ες. Βλ. διαμαντό~. 3. ΙΑΤΡ. (προφ.) λίθος: αφαίρεση (βλ. λιθοτριψία)/δημιουργία (βλ. λιθίαση) ~ας. Έχει/του βρήκαν ~ στα νεφρά/στη χολή (βλ. χολόλιθος). 4. ΙΑΤΡ. τρυγία: ~ στα δόντια. ~ και (οδοντική) πλάκα. Σχηματισμός ~ας. Καθαρισμός της ~ας. Προστασία κατά της ~ας. 5. τσακμακόπετρα: Αναπτήρας με ~. 6. (μτφ.) καθετί σκληρό, συμπαγές: Το στρώμα είναι ~. ● Υποκ.: πετρίτσα (η), πετρούλα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: η πέτρα του σκανδάλου (ΚΔ): (συνήθ. για πρόσ.) η αιτία ή αφορμή για διαμάχη: Έγινε/είναι/υπήρξε ~ ~., ημιπολύτιμοι λίθοι/ημιπολύτιμες πέτρες βλ. ημιπολύτιμος, συμπληγάδες πέτρες βλ. συμπληγάδες ● ΦΡ.: (ακόμα) και οι πέτρες (προφ.): όλοι, οι πάντες: ~ ~ γνωρίζουν ... Τον ξέρουν/το έχουν μάθει ~ ~. Γελάνε ~ ~ μαζί τους. Ξεσηκώθηκαν ~ ~ εναντίον τους., από πέτρα (μτφ.): σκληρός, άκαρδος, ασυγκίνητος: Δεν είμαι (και) ~!|| Έχει καρδιά ~., δεν έμεινε πέτρα πάνω στην πέτρα & (λόγ.) λίθος επί λίθον/λίθου & δεν άφησαν πέτρα πάνω στην πέτρα/(λόγ.) λίθον επί λίθον/λίθου (εμφατ.): (για μεγάλη καταστροφή) δεν έμεινε τίποτα όρθιο., κάνω πέτρα την καρδιά (μου)/κάνω την καρδιά (μου) πέτρα & σφίγγω την καρδιά (μου): προσπαθώ να φανώ ψύχραιμος, σκληρός, για να αντέξω κάτι· κάνω υπομονή: Θα κάνω την καρδιά ~ και θα το ανεχτώ! ΣΥΝ. σφίγγω το στόμα/τα δόντια/τα χείλη, κτίζω κάτι πέτρα πέτρα & πετραδάκι πετραδάκι: οικοδομώ ή μτφ. δημιουργώ κάτι σταδιακά και με επιμονή: Το σπίτι κτίστηκε ~.|| Η εταιρεία έκτισε ~ τη θέση της στην αγορά., όποια πέτρα κι αν σηκώσεις, θα τον βρεις από κάτω 1. ανακατεύεται σε όλα, είναι πανταχού παρών. 2. έχει παντού γνωριμίες, διασυνδέσεις., ράγισαν και οι πέτρες: για να δηλωθεί κλίμα βαρύτατου πένθους, θρήνου: ~ ~ στην κηδεία του ..., ρίχνω μαύρη πέτρα (πίσω μου): φεύγω και δεν ξαναγυρνώ κάπου, ξεχνώντας πρόσωπα και καταστάσεις., το στομάχι του αλέθει και πέτρες: για κάποιον με πολύ γερό στομάχι, που χωνεύει εύκολα ακόμη και δύσπεπτες τροφές. ΣΥΝ. ο καλός ο μύλος όλα τ' αλέθει, παίρνω κάποιον με τις λεμονόκουπες/τις ντομάτες/τα γιαούρτια/τ' αβγά βλ. παίρνω, πέτρα που (θέλει να) κυλά, (ποτέ) δεν χορταριάζει/λιθάρι που κυλάει, χόρτο δεν κρατάει βλ. κυλάω, ρίχνω σε κάποιον/κάτι το ανάθεμα/το(ν) λίθο του αναθέματος βλ. ανάθεμα, στύβει την πέτρα βλ. στύβω [< αρχ. πέτρα ‘βράχος’, μτγν. ~ ‘λίθος’]

πιπέρι

πιπέρι πι-πέ-ρι ουσ. (ουδ.): ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. μπαχαρικό με καυτερή γεύση που λαμβάνεται από τους καρπούς του μαύρου πέπερι· κατ' επέκτ. ονομασία μπαχαρικών που παράγονται από κόκκινες, μικρές, καυτερές ή γλυκές πιπεριές: άσπρο ή λευκό (: από την αφαίρεση του περικαρπίου)/ινδικό/μαύρο (: από αποξηραμένους ώριμους καρπούς· μαυροπίπερο)/πράσινο (: από άγουρους καρπούς) ~. Φρεσκοτριμμένο/χοντροαλεσμένο/χοντρό/ψιλό ~. ~ σε κόκκους/σκόνη. Αλάτι και ~ (= αλατοπίπερο). Μύλος ~ιού. Βάζω/ρίχνω ~ στο φαγητό. Πασπαλίζω με ~.|| Κόκκινο (= καγιέν, μπούκοβο, πάπρικα)/ροζ ~. Βλ. τσίλι. ● Υποκ.: πιπεράκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: σπρέι πιπεριού βλ. σπρέι ● ΦΡ.: όποιος έχει πολύ πιπέρι, βάζει/ρίχνει και στα λάχανα (παροιμ.): όποιος έχει κάτι σε αφθονία (κυρ. χρήματα), το ξοδεύει άσκοπα., πιπέρι στο στόμα/στη γλώσσα!: ως επίπληξη συνήθ. σε παιδί που είπε βρισιά ή μίλησε απρεπώς: (Θα σου βάλω) ~ ~ άμα ξαναβρίσεις/το ξαναπείς! [< μεσν. πιπέρι(ο)ν < μτγν. πίπερι < αρχ. πέπερι]

πλύση

πλύση πλύ-ση ουσ. (θηλ.) 1. (λόγ.) πλύσιμο: μηχανές/σύστημα ~ης. Το νερό της ~ης. Βλ. ξέπλυμα. 2. (ειδικότ.) διαδικασία πλυσίματος ρούχων στο πλυντήριο. Βλ. μπουγάδα, ξέβγαλμα. 3. ΙΑΤΡ. καθαρισμός μέρους του σώματος, συνήθ. με αντισηπτικό: κολπική ~. ~εις στόματος (ΣΥΝ. μπουκώματα). Πβ. έκπλυση. 4. ΧΗΜ. καθαρισμός μεταλλευμάτων, υφαντικών ινών ή ορυκτών. ● ΣΥΜΠΛ.: πλύση εγκεφάλου: συστηματική και πιεστική προσπάθεια, με στόχο την ακούσια αλλαγή των πολιτικών και κοινωνικών πεποιθήσεων, στάσεων ή συναισθημάτων ενός ατόμου ή μιας ομάδας και την υιοθέτηση άλλων: μαζική ~ ~. Η διαφήμιση/τηλεόραση ως μέσο ~ης ~. Βλ. προπαγάνδα. [< αγγλ. brainwashing, 1950] , πλύση στομάχου: ΙΑΤΡ. κένωση από δηλητηριώδεις ουσίες. [< αγγλ. gastric/stomach lavage] [< 1: αρχ. πλύσις 2: αγγλ. wash(ing) 3: γαλλ. lavage 4: αγγλ. washing]

ρινοφαρυγγικός

ρινοφαρυγγικός, ή, ό ρι-νο-φα-ρυγ-γι-κός επίθ.: ΑΝΑΤ.-ΙΑΤΡ. που αναφέρεται στη μύτη και τον φάρυγγα ή τον ρινοφάρυγγα: ~ές: εκκρίσεις. [< γαλλ. rhinopharyngé, 1901, αγγλ. rhinopharyngeal]

στάζω

στάζω στά-ζω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {έστα-ξα, στά-ξει, στάζ-οντας} 1. (για κάτι που) αφήνει υγρό να πέφτει σε σταγόνες, παρουσιάζει διαρροή ή (για υγρό, ρευστό που) χύνεται σιγά σιγά, διαρρέει: Η βαλβίδα/η βρύση/το καζανάκι ~ει. Όποτε βρέχει, τα κεραμίδια ~ουν. Τα απλωμένα ρούχα ~ουν στο μπαλκόνι. Κερί που δεν ~ει. Η μύτη σου ~ει, συναχώθηκες. Το δάχτυλό μου ~ει αίμα.|| (ως υπερβολή) ~ζε ιδρώτα/ολόκληρη (: ήταν μούσκεμα).|| ~ει η μαστίχα/το ρετσίνι. Η πάχνη ~ει απ' τα φύλλα. Πρόσεξε μη ~ξει καφές στον καναπέ/στην μπλούζα! Ούτε ένα δάκρυ δεν ~ξε από τα μάτια της. Χωρίς να ~ξει σταγόνα αίμα.|| (μτφ.) Όλο το κείμενο ~ει ωμή ειρωνεία. 2. (προφ.) ρίχνω ελάχιστο υγρό: Στάξε μου μια στάλα κρασί στο ποτήρι.|| (μτφ.) Στάξε μου φαρμάκι, αφού το θέλεις (= πίκρανέ με). 3. (αργκό) πληρώνω πολλά χρήματα για κάποιον σκοπό: Τα ~ει κάθε μήνα στον σπιτονοικοκύρη. Για να εξυπηρετηθεί κάποιος, πρέπει να τα ~ξει χοντρά. Πόσα ~ξες; ΣΥΝ. τα σκάω. ● ΦΡ.: (η γλώσσα/το στόμα του) στάζει/έχει μέλι (μτφ.): είναι γλυκομίλητος ή εκφράζεται πολύ θετικά, κολακευτικά για κάποιον: Σίγουρα του αρέσεις, μιλάει για σένα και ~ ~. Τι όμορφα που μιλάει! Μα μέλι έχει η γλώσσα του;, (η γλώσσα/το στόμα του) στάζει/έχει φαρμάκι/δηλητήριο/κακία/χολή (μτφ.): είναι κακοπροαίρετος και πικρόχολος, εκφράζεται πολύ αρνητικά για κάποιον: Η πένα του στάζει φαρμάκι (: είναι δηκτικός). Στάζει χολή για ..., μη βρέξει και μη στάξει/μη στάξει και μη βρέξει: για υπερβολική φροντίδα προς κάποιον: Την έχουν ~ ~ (= στα όπα όπα)., τα χέρια του στάζουν αίμα (μτφ.): έχει κάνει ή είναι υπεύθυνος για πολλούς φόνους. ΣΥΝ. έβαψε/έχει βάψει τα χέρια του με/στο αίμα [< αρχ. στάζω]

στεγνώνω

στεγνώνω στε-γνώ-νω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {στέγνω-σα, -μένος, στεγνών-οντας} 1. αφαιρώ την υγρασία από κάτι, ώστε να γίνει στεγνό ή παύω να είμαι υγρός, βρεγμένος: ~ τα μαλλιά μου με το πιστολάκι. ~ τα ρούχα στην απλώστρα/στο στεγνωτήριο. ~ τα ποτήρια με την πετσέτα (πβ. σκουπίζω, σφουγγίζω). Ο αέρας/το αλκοόλ ~ει την επιδερμίδα (πβ. αφυδατώνω). Με ένα μαντίλι ~σε τα δάκρυά του.|| Βερνίκι/κόλλα/μπογιά/ύφασμα/χρώμα που ~ει γρήγορα. Περίμενε να ~σει εντελώς/καλά το πάτωμα, προτού πατήσεις. Άπλωσε τον τραχανά να ~σει (πβ. αποξηραίνω, ξεραίνω). Έτρεχα μέσα στη ζέστη και ~σα (= δίψασα). Η γη/η λίμνη/ο ποταμός ~ει.|| Έχει ~σει από την πολλή γυμναστική (: αδυνάτισε και απέκτησε γράμμωση). ΑΝΤ. βρέχω (1), μουσκεύω, νοτίζω, υγραίνω 2. (μτφ.) εξαντλώ ή στερεύω από ζωτικά στοιχεία: Η ακρίβεια ~ει τα νοικοκυριά. Άδειασα, ~σα (ενν. συναισθηματικά, ψυχικά), δεν αντέχω άλλο. Η αγορά ~σε από εμπορεύματα/καύσιμα/ρευστό. ~σαν οι αντλίες (ενν. από βενζίνη)/τα βενζινάδικα. Τα ασφαλιστικά ταμεία έχουν ~σει (από εισφορές). ● ΦΡ.: στέγνωσαν/στέρεψαν τα μάτια/τα δάκρυά μου (μτφ.-επιτατ.): έχω κλάψει τόσο πολύ που δεν έχω άλλα δάκρυα., στέγνωσε το σάλιο/η γλώσσα/ο λαιμός/το λαρύγγι μου & ξεράθηκε το στόμα μου 1. για έλλειψη φυσιολογικών υγρών, ξηρότητα, κυρ. στη στοματική κοιλότητα, από φυσικά ή συναισθηματικά αίτια: Στάσου να πιω λίγο νερό, γιατί ~ ~ (βλ. διψώ, ξηροστομία). Βλ. καταπιόνας. 2. (μτφ.) για κάποιον που έχει απαυδήσει, επαναλαμβάνοντας το ίδιο πράγμα χωρίς να εισακούεται: ~ ~ για να τον πείσω, αλλά μάταια., πριν στεγνώσει η μελάνη/το μελάνι ... βλ. μελάνι, στεγνώνω τα δάκρυα κάποιου βλ. δάκρυ [< πβ. μτγν. στεγνῶ ‘φράζω’, γαλλ. sécher, αγγλ. dry (up)]

στοματικός

στοματικός, ή, ό στο-μα-τι-κός επίθ.: ΙΑΤΡ. που σχετίζεται με το στόμα: ~ός: βλεννογόνος/καρκίνος. ~ή: κοιλότητα/υγεία/υγιεινή/φροντίδα/χειρουργική. ~ό: διάλυμα (= στοματόπλυμα). ~ές: πλύσεις. ~ά: έλκη.|| (ΨΥΧΑΝ.) ~ό: στάδιο (: το πρώτο στάδιο ανάπτυξης της προσωπικότητας κατά τη φροϋδική θεωρία).|| ~ός: έρωτας/~ό: σεξ (: αιδοιο-, πεο-λειξία).|| (ΖΩΟΛ.) Τα ~ά μόρια των εντόμων. [< μτγν. στοματικός, γαλλ.-αγγλ. oral, αγγλ. oral sex, 1959]

σφίγγω

σφίγγω σφίγ-γω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {έσφι-ξα, σφί-ξει, -χτηκα, -χτεί, -γμένος, σφίγγ-οντας} 1. κρατώ, πιάνω ή αγκαλιάζω με δύναμη: ~ξε τα παιδιά στην αγκαλιά της. Μου ~ξε τον λαιμό και κόντεψε να με πνίξει. 2. τραβώ ή στρίβω κάτι, για να δεθεί ή να βιδώσει καλά αντίστοιχα: ~ τη θηλιά/τον κόμπο/τα κορδόνια. ~ξε γερά το σχοινί της βάρκας. ΑΝΤ. λύνω.|| ~ τη βίδα/τη βρύση/το παξιμάδι (ΑΝΤ. ξεβιδώνω). ΑΝΤ. λασκάρω (1), ξεσφίγγω, χαλαρώνω (2) 3. γίνομαι σφριγηλός: Με τη γυμναστική/το μασάζ έχω ~ξει. Με αυτές τις ασκήσεις ~ει το σώμα. Πβ. συ~.σφίγγει 1. γίνεται πηχτός, πυκνός, στερεός: ~ το τσιμέντο. Ανακατεύουμε τη σάλτσα, μέχρι να ~ξει. 2. (συνήθ. για ρούχα) πιέζει, στενεύει: Τον ~ η ζώνη/το παντελόνι του. Με ~ουν τα παπούτσια. 3. (μτφ.) (για δυσάρεστη ή ανεπιθύμητη κατάσταση) εντείνεται, επιτείνεται: ~ ο κλοιός (της ύφεσης). ~ουν οι έλεγχοι/τα πράγματα. ● Παθ.: σφίγγομαι 1. πιέζομαι: Το μωρό ~εται, για να ενεργηθεί.|| (μτφ.) ~εται η καρδιά μου (= ραγίζει, στενοχωριέμαι) με το κατάντημά του. 2. (μτφ.) συγκρατούμαι: ~χτηκα, για να μη μιλήσω. ● ΦΡ.: και πού να σφίξουν/να πιάσουν οι ζέστες! (ειρων.): σε περιπτώσεις που η συμπεριφορά κάποιου φαίνεται γελοία, παράλογη, αλλοπρόσαλλη: Τι ρούχα είναι αυτά που φοράει! ~ ~!, σφίγγω τη γροθιά & τις γροθιές: κλείνω την παλάμη με δύναμη: Οι αντίπαλοι έσφιξαν τις γροθιές, έτοιμοι να παλέψουν.|| (σε ένδειξη αποφασιστικότητας, διαμαρτυρίας, ενθουσιασμού) Έσφιγγε τις γροθιές του θυμωμένος., σφίγγω το ζωνάρι (μου) (προφ.): ελαττώνω τα έξοδά μου, κάνω οικονομία· κατ' επεκτ. περιορίζομαι ή ζορίζομαι: Θα σφίξουμε τα ζωνάρια μας και θα τον βγάλουμε τον μήνα. Ανεβαίνει η τιμή του πετρελαίου και σφίγγουν τα ζωνάρια., σφίγγω το στόμα/τα δόντια/τα χείλη: προσπαθώ να κρύψω έντονα αρνητικά συναισθήματα., σφίγγω το χέρι κάποιου & σφίγγουμε τα χέρια: κάνω χειραψία με κάποιον, κυρ. ως χειρονομία φιλίας ή σύναψης συμφωνίας: Μου έσφιξε θερμά το χέρι.|| Οι αντιμαχόμενες πλευρές/οι αντίπαλοι έσφιξαν τα χέρια. Πβ. δίνω τα χέρια., κάνω πέτρα την καρδιά (μου)/κάνω την καρδιά (μου) πέτρα βλ. πέτρα, σφίγγουν οι κώλοι βλ. κώλος, σφίγγουν/πλακώνουν/πιάνουν οι ζέστες/τα κρύα βλ. ζέστη, σφίγγω/τραβώ/μαζεύω τα λουριά βλ. λουρί [< αρχ. σφίγγω]

σφραγίζω

σφραγίζω σφρα-γί-ζω ρ. (μτβ.) {σφράγι-σα, -σει, -στηκε (λόγ.) -σθηκε, -στεί (λόγ.) -σθεί, -σμένος, σφραγίζ-οντας} 1. βάζω, αποτυπώνω σφραγίδα σε έγγραφο, αντικείμενο: ~ την απόδειξη/το βιβλιάριο/την επιστολή. Η επιταγή ~σθηκε ως ακάλυπτη.|| ~σμένος: φάκελος. ΑΝΤ. αποσφραγίζω 2. (μτφ.) επηρεάζω, σημαδεύω: Ο ποιητής ... ~σε μια ολόκληρη εποχή. Περίοδος που ~στηκε από μεγάλους δημιουργούς. 3. (μτφ.) επιβεβαιώνω με επίσημο τρόπο, εξασφαλίζω: ~στηκε η συμφωνία ανάμεσα σε ...|| (στην αθλητική δημοσιογραφία) Ομάδα που ~σε (= κλείδωσε, σιγούρεψε) την πρόκριση για τον τελικό.|| Κόμμα που ~ει τη νίκη στις εκλογές. 4. κλείνω (κάτι) έτσι ώστε να μην μπορεί να υπάρξει παραβίαση ή διείσδυση: ~ ένα βαρέλι/δέμα/κιβώτιο/μπουκάλι. Οι υπεύθυνοι ~σαν τα θέματα των εξετάσεων. ~σμένη: συσκευασία. ~σμένο: κουτί. Διαγωνισμός με ~σμένες προσφορές. 5. ΝΟΜ. (για δικαστική ή άλλη Αρχή) κλείνω και απαγορεύω τη λειτουργία χώρου: Ο δικαστικός λειτουργός ~σε την επιχείρηση/το νυχτερινό κέντρο. 6. ΙΑΤΡ. κάνω σφράγισμα: ~σμένα: δόντια. ● ΦΡ.: σφραγίζω το στόμα μου (προφ.): δεν μιλώ, αρνούμαι να συζητήσω (για κάτι): Γνωρίζει πολλά, αλλά έχει σφραγίσει (: κρατά κλειστό) το στόμα της. [< αρχ. σφραγίζω ‘βάζω σφραγίδα, επικυρώνω’ 3,4: γαλλ. sceller 6: γαλλ. plomber]

ταμάχι

ταμάχι τα-μά-χι ουσ. (ουδ.) (λαϊκό): πλεονεξία. ● ΦΡ.: το πολύ ταμάχι χαλάει το στομάχι: η απληστία δεν έχει καλά αποτελέσματα. [< τουρκ. tamah]

φερμουάρ

φερμουάρ φερ-μου-άρ ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: μηχανισμός σε ρούχα ή αξεσουάρ που αποτελείται από δύο παράλληλες σειρές μεταλλικών ή πλαστικών δοντιών, τα οποία ενώνονται ή χωρίζονται, όταν μια μικρή λαβή σύρεται προς τα πάνω ή προς τα κάτω αντίστοιχα: αδιάβροχο ~ (αρβύλας/παντελονιού/υπνόσακου). Κασετίνα/μπότες/πορτοφόλι/τσαντάκι/φούτερ με ~. Σακίδιο με πλευρικά ανοιγόμενα ~ (βλ. τσέπες). Ανεβάζω/κατεβάζω/κλείνω/(ξε)κουμπώνω το ~. Κόλλησε/φράκαρε το ~. ● ΦΡ.: βάζω φερμουάρ στο στόμα κάποιου (μτφ.-προφ.): του αφαιρώ το δικαίωμα να μιλά ελεύθερα. [< γαλλ. fermoir]

φυλακή

φυλακή φυ-λα-κή ουσ. (θηλ.) 1. σωφρονιστικό ίδρυμα όπου εγκλείονται οι κατάδικοι ή κρατούνται οι υπόδικοι· συνεκδ. φυλάκιση: ανδρικές/γυναικείες/δικαστικές/κεντρικές/στρατιωτικές ~ές. Η απομόνωση/τα δεσμά/τα κάγκελα/τα κελιά/οι πτέρυγες της ~ής. ~ές ανηλίκων (πβ. αναμορφωτήριο)/υψίστης ασφαλείας. Ο γιατρός/ο εισαγγελέας/ο επόπτης/οι κρατούμενοι/οι τρόφιμοι/οι φρουροί των ~ών. Μπήκε/πήγε (στη) ~ (= φυλακίστηκε). Τον έβαλαν/έκλεισαν/έριξαν/έστειλαν/έχωσαν/οδήγησαν στη ~ (= τον φυλάκισαν). Απολύθηκε/βγήκε από τη ~ (= αποφυλακίστηκε). Παρέμεινε/τον κράτησαν στη ~ για ... μέρες. Δραπέτευσε από τη ~. Κατέληξε στη ~. Είναι ~ (= φυλακισμένος)/εκτός ~ής με αναστολή. Πβ. δεσμω-, κρατη-τήριο, ειρκτή, μπαλαούρο, μπουζού, μπουντρούμι, στενή, σωφρονιστικό κατάστημα, τούφα, φρέσκο2, φυλάκα, ψειρού.|| Καταδικάστηκε σε ... μήνες ~. Έφαγε ... χρόνια ~. Βλ. κάθειρξη. 2. (μτφ.) οτιδήποτε δρα περιοριστικά για την ελευθερία κάποιου: Ο γάμος/η δουλειά/το σχολείο είναι γι' αυτόν ένα είδος ~ής. 3. ΣΤΡΑΤ. ποινή που επιβάλλεται για σοβαρό συνήθ. παράπτωμα, συνεπάγεται παραμονή του τιμωρημένου μέσα στο στρατόπεδο για όλη τη χρονική της διάρκεια και επιμήκυνση της θητείας του, εφόσον αυτός έχει συμπληρώσει καθορισμένο αριθμό ημερών φυλάκισης: Τιμωρήθηκε με δέκα μέρες ~. 4. ΣΤΡΑΤ. βάρδια: αξιωματικός ~ής (μηχανοστασίου/πλοίου). Βλ. εθνο~, χωρο~. ● ΣΥΜΠΛ.: κλειστή φυλακή: όπου οι κρατούμενοι εκτίουν την ποινή τους χωρίς να έχουν δικαίωμα προαυλισμού., αγροτικές φυλακές βλ. αγροτικός ● ΦΡ.: Θου, Κύριε, φυλακήν τω στόματί μου! (ΠΔ): καλύτερα ας μη μιλήσω, ας μην πω τι σκέφτομαι: Αυτός τίμιος; ~ ~!, κάνω φυλακή (προφ.): εκτίω ποινή φυλάκισης: Έκανε ~ ... χρόνια., της φυλακής τα σίδερα είναι για τους λεβέντες (συχνά ειρων.): οι θαρραλέοι, τολμηροί άνθρωποι είναι πάντα έτοιμοι να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες των πράξεών τους., σαπίζει στη φυλακή βλ. σαπίζει [< μτγν. φυλακή ‘φρουρά, σκοπιά, δεσμωτήριο’]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.