Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • στόμιο στό-μι-ο ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -ίου} 1. (λόγ.) άνοιγμα, είσοδος: ~ του ηφαιστείου/του πηγαδιού (πβ. στόμα). ~ της σπηλιάς/του τούνελ.|| Το ~ του ποταμού. Πβ. εκβολή. 2. οπή στο άκρο σωληνοειδούς αντικειμένου ή οργάνου: βαθύ ~ αγγείου (βλ. λήκυθος). ~ μπουκαλιού. ~ εισόδου αέρα/νερού (: σε συσκευή). Το ~ της κάννης/του όπλου/του πυροβόλου (πβ. μπούκα). ~ διαμέτρου δέκα εκατοστών. Βλ. υδρο~.|| (ΜΟΥΣ.) ~ πνευστών μουσικών οργάνων. Διπλό ~. ~ με γλωττίδα.|| (ΑΝΑΤ.) Έξω/έσω ~. Το ~ της μήτρας/της ουρήθρας. [< 1: αρχ. στόμιον]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.