Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • συγκάτοχος συ-γκά-το-χος ουσ. (αρσ. + θηλ.) {-ου (λόγ.) -όχου}: ΝΟΜ. πρόσωπο που είναι κάτοχος ενός πράγματος από κοινού με άλλον ή άλλους: Είμαι ~ ενός οικοπέδου με τον αδερφό μου. Πβ. συγκύριος, συνιδιοκτήτης. [< γαλλ. copossesseur]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.