Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • συγκαλύπτω συ-γκα-λύ-πτω ρ. (μτβ.) {συγκάλυ-ψα, -φθηκε, -μμένος (λόγ.) συγκεκαλυμμένος, συγκαλύπτ-οντας}: εμποδίζω τη γνωστοποίηση δυσάρεστων, ενοχοποιητικών στοιχείων ή αξιόμεμπτης πράξης: ~ την αλήθεια/μια αποτυχία/ένα έγκλημα/τους ενόχους/ένα λάθος/τις παρανομίες/ένα σκάνδαλο/την υπόθεση. Πβ. αποκρύπτω, αποσιωπώ, θάβω, κουκουλώνω. ΑΝΤ. αποκαλύπτω (1) [< αρχ. συγκαλύπτω]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.