Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • συγκινητικός , ή, ό συ-γκι-νη-τι-κός επίθ.: που προκαλεί συγκίνηση: ~ή: ιστορία/ομιλία/περιγραφή/ταινία/φωνή/χειρονομία. ~ό: ενδιαφέρον/έργο/τέλος. ~ά: λόγια. Βλ. τρυφερός. ● επίρρ.: συγκινητικά [< μτγν. συγκινητικός 'διεγερτικός', γαλλ. émouvant]

τρυφερός

τρυφερός, ή, ό τρυ-φε-ρός επίθ. 1. μαλακός ή απαλός στην αφή: ~ό: κρέας/φιλέτο. ~ές: αγκινάρες/κορυφές (φυτού). ~ά φύλλα μαρουλιού. ANT. σκληρός.|| ~ή: επιδερμίδα. ~ό: μάγουλο/χέρι. ANT. τραχύς. 2. (μτφ.) συναισθηματικός, στοργικός, ευαίσθητος: ~ός: πατέρας/σύζυγος. ~ή: μητέρα.|| ~ή: αγκαλιά/καρδιά/προσφώνηση/φιλία/φωνή/ψυχή. ~ό: βλέμμα/φιλί/χάδι/χαμόγελο. ~ές: αναμνήσεις/σκέψεις/στιγμές. ~ά: αισθήματα/λόγια.|| ~ή: ιστορία/μελωδία/ταινία. ~ό: παραμύθι/τραγούδι. ~ό και συγκινητικό βιβλίο. ΑΝΤ. σκληρός.|| (για ευάλωτο νεαρό άτομο) ~ή: ύπαρξη. ~ό: βλαστάρι/πλάσμα. Βρίσκεται σε ~ή ηλικία. 3. που δηλώνει αγάπη, έρωτα: ~ή: σχέση (πβ. ειδύλλιο). ~ές: ματιές/περιπτύξεις. Πβ. ερωτικός. Βλ. -ερός. ● Υποκ.: τρυφερούλης , α, -ικο/-ι, τρυφερούτσικος , η, ο ● επίρρ.: τρυφερά [< 1,2: αρχ. τρυφερός]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.