Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • συγκόπτεται συ-γκό-πτε-ται ρ. (αμτβ.) {κυρ. στις μτχ. συγκοπτ-όμενος, συγκεκομ-μένος | σπανιότ. στην ενεργ. φωνή}: ΓΡΑΜΜ. (για άτονο φωνήεν ανάμεσα σε σύμφωνα) παθαίνει συγκοπή: ~μένος τύπος (: προχωρήσετε - προχωρήστε). (στην αρχ. ελλην.) ~όμενα: ονόματα (: μήτηρ - μητρός). ● Μτχ.: συγκοπτόμενος , η, ο: ΜΟΥΣ. (για ρυθμό, ήχο) που παρουσιάζει το φαινόμενο της συγκοπής. [< μτγν. συγκόπτω]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.