Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • συζευκτικός , ή, ό συ-ζευ-κτι-κός επίθ. (κυρ. επιστ.): που προκαλεί σύζευξη: ~ός: (ΑΝΑΤ.) χόνδρος (: υπεύθυνος για την κατά μήκος οστική ανάπτυξη). ~ή: μορφή. ~ό: μοντέλο. ~οί: (ΟΙΚΟΔ.) λίθοι (: που εξέχουν από την τοιχοποιία για την περίπτωση επέκτασης του κτίσματος). Πβ. συνδετικός. ΑΝΤ. διαζευκτικός ● επίρρ.: συζευκτικά [< μτγν. συζευκτικός]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.