Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • συκώτι συ-κώ-τι ουσ. (ουδ.) {συκωτ-ιού} & (σπάν.-λαϊκό) σκώτι: ΑΝΑΤ. μεγάλο αδενικό όργανο στο άνω δεξί τμήμα της κοιλιακής χώρας στον άνθρωπο και στα σπονδυλωτά, το οποίο εκκρίνει τη χολή και συμμετέχει στις διαδικασίες του μεταβολισμού και της αποτοξίνωσης του αίματος· ειδικότ. ο αντίστοιχος αδένας διαφόρων ζώων ως είδος κρέατος: ασθένειες/παθήσεις του ~ιού (βλ. ηπατίτιδα, ίκτερος). Κατεστραμμένο από το αλκοόλ ~ (βλ. κίρρωση). Μεταμόσχευση ~ιού. ΣΥΝ. ήπαρ.|| (ΜΑΓΕΙΡ.) Αρνίσιο/μοσχαρίσιο/τηγανητό/ψητό ~. ~ πάπιας ή χήνας (= φουά-γκρα)/ψαριών (βλ. μουρουνέλαιο). Βλ. εντόσθια, συκωταριά. ● Υποκ.: συκωτάκι (το) {συνήθ. στον πληθ.}: κυρ. ως τροφή: ~ια πουλιών. ● ΦΡ.: βγάζω τα συκώτια μου (προφ.): εξαντλώ κάποιον ή σπάν. κάνω πολύ εμετό: Το φετινό πρόγραμμα μου έβγαλε τα συκώτια.|| Ήπιαμε χθες και βγάλαμε ~ μας. ΣΥΝ. βγάζω/ξερνώ τ' άντερά μου., κάνω (καινούργιο) συκώτι (προφ.): διασκεδάζω, αναζωογονούμαι με κάτι ευχάριστο, αστείο: Απ' τα γέλια κάναμε ~ ~., μη χαλάς το συκώτι σου! (προφ.): μη στενοχωριέσαι, μη σκας!, μου τρώει τα συκώτια/το συκώτι (σπάν.-προφ.): για κάποιον συνήθ. ή κάτι πολύ ενοχλητικό, εκνευριστικό ή επίμονο: Μου 'χει φάει ~ (: μου 'χει σπάσει τα νεύρα) με την καχυποψία της., μου 'πρηξε το συκώτι/τα σ(υ)κώτια/τη χολή/μου τα 'πρηξε βλ. πρήζω [< μεσν. συκώτιον < μτγν. συκωτὸν ἧπαρ ‘που έχει γίνει μεγάλο, δίνοντας στο ζώο σύκα’]

εντόσθια

εντόσθια [ἐντόσθια] ε-ντό-σθι-α ουσ. (ουδ.) {-ων (λόγ.) -ίων}: τα εσωτερικά όργανα στην περιοχή του θώρακα και κυρ. της κοιλιάς ζώων, ιδ. των σφαγίων: νωπά ~. Τα ~ του αρνιού. ~ πουλερικών/ψαριών. Βρώσιμα/ψιλοκομμένα ~ για κοκορέτσι/μαγειρίτσα. Πβ. σπλάχνο, σωθικά. Βλ. έντερα, καρδιά, πνευμόνι, σπλήνα, συκώτι. [< αρχ. ἐντόσθια]

ηπατίτιδα

ηπατίτιδα [ἡπατίτιδα] η-πα-τί-τι-δα ουσ. (θηλ.) : ΙΑΤΡ. φλεγμονή του ήπατος: οξεία/χρόνια ~. ~ Α, Β, C. Βλ. HAB, HBV, HCN. Ήπια ιογενής ~ χωρίς ίκτερο. Βλ. τρανσαμινάση. [< αρχ. ἡπατῖτις, γαλλ. hépatite, αγγλ. hepatitis]

πρήζω

πρήζω πρή-ζω ρ. (μτβ.) {έπρη-ξα, πρή-ξει, -στηκα, -στεί, πρήζ-οντας, πρη-σμένος} (μτφ.): γίνομαι ενοχλητικός, ταλαιπωρώ, παιδεύω κάποιον: Μας ~ει διαρκώς με την γκρίνια του. Σταμάτα πια να μιλάς, μας ~ξες! Μ' ~ξε, ώσπου να πει το ναι. Την έχει ~ξει να συναντηθούν. ● Παθ.: πρήζομαι: εμφανίζω φούσκωμα, διόγκωση, οίδημα, συνήθ. σε κάποιο μέρος του σώματος: Κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης ~ονται ελαφρά τα πόδια. Άρχισε να ~εται ολόκληρος, μόλις τον τσίμπησε σφήκα. ~στηκαν οι αδένες/αμυγδαλές του. Έχει ~στεί το δόντι/μάγουλό μου. ~στηκα από το πάχος/το πολύ φαΐ (πβ. σκάω, τουμπανιάζω)/τα φάρμακα. Τα μάτια του έχουν ~στεί από την αϋπνία/το κλάμα/το ξενύχτι. Σηκώθηκα ~σμένη από τον ύπνο. ~σμένη κοιλιά (από την ασιτία). ● ΦΡ.: μου 'πρηξε το συκώτι/τα σ(υ)κώτια/τη χολή/μου τα 'πρηξε (προφ.): με ενόχλησε, με εκνεύρισε πάρα πολύ, μου έσπασε τα νεύρα: Μας ~ ~ με τις θεωρίες του. ~ ~ με τις γκρίνιες/ιδιοτροπίες της. Πβ. με έφερε/έφτασε στο αμήν. ΣΥΝ. μου τρώει τα συκώτια/το συκώτι, μου πρήζει/σπάει/ζαλίζει τ' αρχίδια/τα ούμπαλα βλ. αρχίδι [< μεσν. πρήζω < αρχ. πρήθω]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.