Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • συλλογικότητα συλ-λο-γι-κό-τη-τα ουσ. (θηλ.) (λόγ.): το γνώρισμα του συλλογικού, η ομαδικότητα και συνεκδ. η ομάδα: ~ δράσης. ~ στη λήψη αποφάσεων. Πνεύμα ~ας. Διεκδικούμε τα δικαιώματά μας με ~ και ενότητα. Πβ. συλλογικοποίηση. ΑΝΤ. ατομικότητα.|| {συχνά στον πληθ.} Τοπικές ~ες. Σε ποια εθνική/κομματική ~ ανήκουν; Βλ. κολεκτίβα, -ότητα. [< γαλλ. collectivité]

κολεκτίβα

κολεκτίβα κο-λε-κτί-βα ουσ. (θηλ.) & (προφ.) κολεχτίβα 1. (παλαιότ. στην κομμουνιστική Ρωσία) ομάδα εργατών ή αγροτών που ακολουθούν τις αρχές του κολεκτιβισμού. Βλ. κιμπούτς, κολχόζ, κοοπερατίβα. 2. (μτφ.) καλλιτεχνική συνήθ. ομάδα στην οποία επικρατεί πνεύμα συλλογικότητας: θεατρική/μουσική ~. Βλ. μπάντα. [< ρωσ. kolektiv, γαλλ. collectif, 1936]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.