Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • συλλογιστικός , ή, ό συλ-λο-γι-στι-κός επίθ.: που σχετίζεται με τον συλλογισμό: ~ή: βάση/ικανότητα/λογική/μέθοδος/πορεία. ~ό: άλμα (: όταν σε έναν σύνθετο συλλογισμό οι προκείμενες παρουσιάζουν κενά)/πλαίσιο/σφάλμα. ~οί: τρόποι. ~ά: βήματα/σχήματα. ● Ουσ.: συλλογιστική (η) 1. ΦΙΛΟΣ. κλάδος της λογικής που εξετάζει τα είδη των συλλογισμών: απαγωγική/(συν)επαγωγική ~. 2. (γενικότ.) τρόπος ανάπτυξης ενός συλλογισμού, στοχασμού: γενική/λανθασμένη/σωστή ~. Συμφωνώ με τη ~ σου. Πβ. προβληματική. ● επίρρ.: συλλογιστικά [< αρχ. συλλογιστικός, γαλλ. syllogistique, αγγλ. syllogistic]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.