συμβιβάζω συμ-βι-βά-ζω ρ. (μτβ.) {συμβίβα-σα, συμβιβά-σει, -στηκα, -στεί, -σμένος, συμβιβάζ-οντας, -όμενος} 1. επιτυγχάνω συμφωνία, συμβιβασμό μεταξύ αντιτιθέμενων πλευρών με αμοιβαίες υποχωρήσεις: Προσπάθησε να ~σει τις αντίθετες απόψεις/τα διεστώτα/τα πράγματα. Οι δύο εταιρείες τελικά ~στηκαν εξωδικαστικά. Μετά την ήττα ~στηκε (: συνθηκολόγησε) με τον εχθρό. (προφ.) Τα ~σαμε (= τα βρήκαμε). ΣΥΝ. συμφιλιώνω, συνδιαλλάσσω.2. {συνηθέστ. μεσοπαθ.} συνδυάζω, ταιριάζω, συνήθ. αντικρουόμενες ιδιότητες, τάσεις: Κατορθώνει και ~ει την επαγγελματική με την οικογενειακή ζωή. Τα μέτρα δεν ~ονται (: δεν εναρμονίζονται, δεν συμβαδίζουν) με το κοινοτικό δίκαιο. ● Παθ.: συμβιβάζομαι1. υποχωρώ και αποδέχομαι κάτι που δεν ανταποκρίνεται στις βασικές αρχές, επιθυμίες ή επιδιώξεις μου: ~στηκε με τη μοίρα του/με την πραγματικότητα. Δεν ~ με ημίμετρα/με τη μετριότητα. Αρνείται να ~στεί με την ιδέα του θανάτου. Δεν ~ονται με τίποτα λιγότερο από τη νίκη. Δεν ~στηκε ποτέ και με τίποτα (: δεν έσκυψε το κεφάλι). ~σμένη: γενιά/ηγεσία/κοινωνία (ΑΝΤ. ασυμβίβαστη). Πβ. βάζω νερό στο κρασί μου. Βλ. βολεύομαι.2. προσαρμόζομαι, συμμορφώνομαι: Η εταιρεία πρέπει να ~στεί με τα διεθνή πρότυπα. ● ΦΡ.: προσπαθεί να συμβιβάσει τα ασυμβίβαστα βλ. ασυμβίβαστος [< αρχ. συμβιβάζω, αγγλ. compromise]
ασυμβίβαστος
ασυμβίβαστος, η, ο [ἀσυμβίβαστος] α-συμ-βί-βα-στος επίθ. 1. που δεν συμβιβάζεται: ~ος: επαναστάτης/χαρακτήρας. ~η: στάση. ~ο: πνεύμα/φρόνημα (πβ. άκαμπτο). ~ σε θέματα διαφάνειας/ηθικής. Πιστός στις αρχές του και ~. Όροι ~οι και αδιαπραγμάτευτοι. Πβ. αδιάλλακτος, ανένδοτος, αντικομφορμιστής, ανυποχώρητος, απαρέγκλιτος. ΑΝΤ. συμβιβασμένος. Βλ. ανυπότακτος.2. που δεν ταιριάζει, δεν συμβαδίζει με κάτι άλλο: ~ες: διαφορές (= αγεφύρωτες)/έννοιες.|| Διαγωγή ~η προς το λειτούργημα του ιατρού.|| (ΜΑΘ.) ~α: γεγονότα (: που αλληλοαποκλείονται). Πβ. αταίριαστος. ΑΝΤ. ταιριαστός (1) ● Ουσ.: ασυμβίβαστο (το): ΝΟΜ.-ΠΟΛΙΤ. απαγόρευση συνύπαρξης δύο ή περισσότερων ιδιοτήτων στο ίδιο πρόσωπο (συνήθ. κρατικό αξιωματούχο): βουλευτικό/νομικό/συνταγματικό ~. Απόλυτο/μερικό ~. Άρση/θέσπιση του ~ου. Η αρχή του ~ου. ● επίρρ.: ασυμβίβαστα ● ΦΡ.: προσπαθεί να συμβιβάσει τα ασυμβίβαστα & συμβιβάζει τα ασυμβίβαστα: επιχειρεί να συνδυάσει πράγματα ή στοιχεία που δεν ταιριάζουν μεταξύ τους. [< μτγν. ἀσυμβίβαστος, γαλλ. incompatible]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.