Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • συμβιβασμός συμ-βι-βα-σμός ουσ. (αρσ.) 1. συμφωνία που προκύπτει με αμοιβαίες υποχωρήσεις και περιορισμό ακραίων αξιώσεων: ιστορικός/οικονομικός/πολιτικός ~. Η εταιρεία δέχτηκε τον ~ό/ήρθε(/κατέληξε) σε ~ό με τον όμιλο ... Η άλλη πλευρά δεν έδειξε διάθεση ~ού. Επήλθε/επιτεύχθηκε ~ ανάμεσα στους δύο αντιπάλους. Πβ. συμφιλίωση, συνδιαλλαγή.|| (ΝΟΜ.) Αίτηση/διαδικασία ~ού. (Εξω)δικαστικός ~ (π.χ. για οικονομικά αδικήματα). Διοικητικός/πτωχευτικός/φορολογικός ~. Βλ. (δια)μεσολάβηση, συνυποσχετικό. 2. υποχώρηση ως προς βασικές αρχές, επιθυμίες ή επιδιώξεις με στόχο τη συμφωνία, την εξεύρεση λύσης ή ως ένδειξη αδυναμίας: αναγκαίος/αξιοπρεπής/απαράδεκτος/έντιμος/κοινωνικός ~. Στο θέμα αυτό δεν θα γίνει κανένας ~. Σ' έναν γάμο πάντα υπάρχουν αμοιβαίοι ~οί. Πβ. συνθηκολόγηση.|| Έκανε πολλούς ~ούς (= εκπτώσεις) στη ζωή της. Βλ. υπαναχώρηση. [< 1: μτγν. συμβιβασμός, γαλλ. compromis]

υπαναχώρηση

υπαναχώρηση [ὑπαναχώρηση] υ-πα-να-χώ-ρη-ση ουσ. (θηλ.) (λόγ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του υπαναχωρώ: ~ από την αρχική δέσμευση. Πβ. οπισθοχώρηση, παλινωδία.|| (ΝΟΜ.) ~ από τη σύμβαση (= ακύρωση, μονομερής λύση). [< μτγν. ὑπαναχώρησις]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.