συμβιβασμός συμ-βι-βα-σμός ουσ. (αρσ.) 1. συμφωνία που προκύπτει με αμοιβαίες υποχωρήσεις και περιορισμό ακραίων αξιώσεων: ιστορικός/οικονομικός/πολιτικός ~. Η εταιρεία δέχτηκε τον ~ό/ήρθε(/κατέληξε) σε ~ό με τον όμιλο ... Η άλλη πλευρά δεν έδειξε διάθεση ~ού. Επήλθε/επιτεύχθηκε ~ ανάμεσα στους δύο αντιπάλους. Πβ. συμφιλίωση, συνδιαλλαγή.|| (ΝΟΜ.) Αίτηση/διαδικασία ~ού. (Εξω)δικαστικός ~ (π.χ. για οικονομικά αδικήματα). Διοικητικός/πτωχευτικός/φορολογικός ~. Βλ. (δια)μεσολάβηση, συνυποσχετικό.2. υποχώρηση ως προς βασικές αρχές, επιθυμίες ή επιδιώξεις με στόχο τη συμφωνία, την εξεύρεση λύσης ή ως ένδειξη αδυναμίας: αναγκαίος/αξιοπρεπής/απαράδεκτος/έντιμος/κοινωνικός ~. Στο θέμα αυτό δεν θα γίνει κανένας ~. Σ' έναν γάμο πάντα υπάρχουν αμοιβαίοι ~οί. Πβ. συνθηκολόγηση.|| Έκανε πολλούς ~ούς (= εκπτώσεις) στη ζωή της. Βλ. υπαναχώρηση. [< 1: μτγν. συμβιβασμός, γαλλ. compromis]
υπαναχώρηση
υπαναχώρηση [ὑπαναχώρηση] υ-πα-να-χώ-ρη-ση ουσ. (θηλ.) (λόγ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του υπαναχωρώ: ~ από την αρχική δέσμευση. Πβ. οπισθοχώρηση, παλινωδία.|| (ΝΟΜ.) ~ από τη σύμβαση (= ακύρωση, μονομερής λύση). [< μτγν. ὑπαναχώρησις]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.