Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • συμβούλιο συμ-βού-λι-ο ουσ. (ουδ.) {συμβουλί-ου | -ων} 1. εκλεγμένο ή διορισμένο όργανο με ορισμένη θητεία και συγκεκριμένες αρμοδιότητες: ακαδημαϊκό/γενικό/γνωμοδοτικό/διαμερισματικό/εκτελεστικό/επιστημονικό/εποπτικό/κοινοτικό/κυβερνητικό/πολεμικό/πολιτικό/πολυμελές/συντονιστικό/σχολικό/υπηρεσιακό ~. ~ επιμόρφωσης/εργαζομένων (βλ. συνδικάτο)/πιστοποίησης. Τοπικό ~ νεολαίας/νέων του δήμου ... (Δεκα)πενταμελή μαθητικά ~α. Ανώτατο Ναυτικό ~. ~ Απόδημου Ελληνισμού. Διεθνές ~ Μουσείων. Ελληνικό ~ για τους πρόσφυγες. Κεντρικό Αρχαιολογικό ~. ~ Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ (βλ. Ύπατη Αρμοστεία). ~ (του) Ιδρύματος. Πρόεδρος ~ου Διοίκησης. Οι αποφάσεις/η γραμματεία/η ίδρυση/τα μέλη/οι οδηγίες/το πόρισμα/ο πρόεδρος/σύγκληση/η σύσταση/το ψήφισμα ενός ~ου. Συμμετοχή σε ~. Το νοσοκομείο διοικείται από επταμελές διοικητικό ~. Το ~ συνεδριάζει μια φορά τον μήνα. Ανακοινώθηκε η νέα σύνθεση του ~ου. Βλ. μυστικο~. 2. συγκέντρωση για εξέταση ενός θέματος και λήψη σχετικών αποφάσεων: αίθουσα/πρακτικά ~ου. Αύριο έχουμε/θα κάνουμε ~ (του) Τμήματος. Έγινε ~ (= συνέλευση) των καθηγητών. Μετά από έκτακτο οικογενειακό ~, αποφασίσαμε ... Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας συγκάλεσε το άτυπο ~ των πολιτικών αρχηγών. Πβ. συνέδριο, σύσκεψη. ● ΣΥΜΠΛ.: Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού (ακρ. ΑΣΕΠ): ανεξάρτητη Αρχή με αποκλειστικές αρμοδιότητες, μεταξύ των οποίων είναι η επιλογή του μόνιμου προσωπικού του Δημόσιου Τομέα, ο έλεγχος της κατάταξης υπαλλήλων σε διάφορες θέσεις, η επισήμανση παραβιάσεων αναφορικά με τις προσλήψεις συμβασιούχων, η διεξαγωγή γραπτού διαγωνισμού για τους εκπαιδευτικούς., Εθνικό Συμβούλιο Έρευνας και Τεχνολογίας (ακρ. ΕΣΕΤ): το ανώτατο γνωμοδοτικό όργανο διαμόρφωσης και χάραξης της εθνικής πολιτικής για την έρευνα και την τεχνολογία., Εθνικό Συμβούλιο Νεολαίας (ακρ. ΕΣΥΝ): ανεξάρτητη μη κερδοσκοπική ομοσπονδία οργανώσεων νέων, κυρ. πολιτικών και κοινωνικών., Ευρωπαϊκό Συμβούλιο & (Ευρωπαϊκό) Συμβούλιο Κορυφής: το κύριο πολιτικό όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που συγκροτείται από τους πρωθυπουργούς ή τους αρχηγούς των κρατών-μελών της, τον πρόεδρό του και τον πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και καθορίζει τις γενικές κατευθυντήριες πολιτικές γραμμές και προτεραιότητές της: σύνοδος του ~ού ~ου. Το Εαρινό ~ Κορυφής. [< γαλλ. Conseil Européen, αγγλ. European Council & European Summit, 1976] , Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών (ακρ. ΠΣΕ): οικουμενική οργάνωση με σκοπό την προώθηση της χριστιανικής ενότητας., Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης/Συμβούλιο των Υπουργών: Αρχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης που απαρτίζεται από έναν αντιπρόσωπο υπουργικού επιπέδου από κάθε κράτος-μέλος, συνεδριάζοντας με διαφορετική σύνθεση ανάλογα με τα θέματα της ημερήσιας διάταξης, και η οποία ασκεί νομοθετική εξουσία από κοινού με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. [< αγγλ. Council of the European Union/Council of Ministers] , Συμβούλιο της Ευρώπης (ακρ. ΣτΕ): ανεξάρτητος διεθνής οργανισμός με έδρα το Στρασβούργο και κύριο ρόλο την ενίσχυση της δημοκρατίας, την υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και την ανάπτυξη της εκπαίδευσης, της πολιτιστικής ταυτότητας και ποικιλομορφίας στα 47 κράτη-μέλη του. [< αγγλ. Council of Europe, γαλλ. Conseil de l' Europe, 1949] , Βορειοατλαντικό/Ατλαντικό Συμβούλιο βλ. βορειοατλαντικός, δημοτικό συμβούλιο βλ. δημοτικός, δικαστικό συμβούλιο βλ. δικαστικός, Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης (ΕΣΡ) βλ. ραδιοτηλεόραση, ιατρικό συμβούλιο βλ. ιατρικός, Νομικό Συμβούλιο του Κράτους βλ. νομικός, Πειθαρχικό Συμβούλιο βλ. πειθαρχικός, Πρόεδρος της Κυβέρνησης/Κυβερνήσεως/του Υπουργικού Συμβουλίου βλ. πρόεδρος, Πρυτανικό Συμβούλιο βλ. πρυτανικός, Συμβούλιο Ασφαλείας βλ. ασφάλεια, Συμβούλιο της Επικρατείας βλ. επικράτεια, υπηρεσιακό συμβούλιο βλ. υπηρεσιακός, υπουργικό συμβούλιο βλ. υπουργικός [< μτγν. συμβούλιον ‘σύσκεψη, συνεδρίαση’, γαλλ. conseil, αγγλ. council]

ασφάλεια

ασφάλεια [ἀσφάλεια] α-σφά-λει-α ουσ. (θηλ.) {-ας (λόγ.) -είας | -ών} 1. προστασία από κίνδυνο, τραυματισμό, βλάβη, ζημιά, καθώς και τα συναφή προστατευτικά μέτρα: δημόσια/διεθνής/εθνική/εναέρια/εργασιακή/κρατική/νομική/οικονομική/περιβαλλοντική/υγειονομική ~. Πυρηνική/στρατιωτική/συλλογική ~. ~ αεροσκάφους/πλοίου/φορτίου. ~ τροφίμων. Τεχνικοί ~είας. Για μεγαλύτερη ~. Για λόγους ~είας. Η ~ της πόλης/του σπιτιού/των συνόρων. Η στατική ~ της κατασκευής. ~ των καταναλωτών/των πολιτών. Η υγιεινή και ~ των εργαζομένων. Υποδείξεις για ~ από ηλεκτρισμό/σεισμό. Πρόληψη και ~. Βρίσκω/παρέχω ~. Δεν ετέθη σε κίνδυνο η ~ των επιβατών. Απειλείται/διακυβεύεται/εδραιώνεται η ~. Βλ. βιο~, πυρ~. 2. κατάσταση ή αίσθηση απουσίας κινδύνου: συναισθηματική ~. Αίσθημα ~ας. ~ και σιγουριά. Νιώθω ~ στο σπίτι μου. ΑΝΤ. ανασφάλεια 3. (ειδικότ.) διασφάλιση, κατοχύρωση, διαφύλαξη του απορρήτου: (ΝΟΜ.) εμπράγματη ~. Περιουσιακά στοιχεία που χρησιμοποιούνται ως ~ (= εγγύηση) για την αγορά.|| Απόλυτη/αυξημένη/υψηλή ~. ~ επικοινωνίας. ~ πληροφοριών/στοιχείων. Ηλεκτρονικές συναλλαγές με ~ των δεδομένων. 4. βεβαιότητα, σιγουριά: Πρόβλημα που δεν μπορεί να υπολογιστεί με ~. Συμπέρασμα που προκύπτει με ~. Με ~ προβλέπεται ότι … 5. (με κεφαλ. το αρχικό Α) υπηρεσία της Ελληνικής Αστυνομίας, αρμόδια για τη διαφύλαξη της δημόσιας τάξης· συνεκδ. το κτίριο όπου εδρεύει: Γενική/(παλαιότ.) Ειδική ~. Η ~ ερευνά την υπόθεση και εξετάζει όλα τα ενδεχόμενα.|| Ο δράστης/κατηγορούμενος κρατείται/προσήχθη στην ~. Μάρτυρες που κλήθηκαν στην ~, για να εξεταστούν. 6. φρουρά: ιδιωτική ~. Η προσωπική ~ του Υπουργού. Ειδοποιώ την ~ του κτιρίου. Βλ. σεκιούριτι. 7. ασφαλιστική εταιρεία, σύμβαση, ασφαλιστικό ταμείο, γενικότ. ασφάλιση: Η ~ καλύπτει τη ζημιά.|| Ιδιωτική/μικτή/ομαδική/προαιρετική/ταξιδιωτική/υποχρεωτική ~. ~ κλοπής/περίθαλψης/περιουσίας/σύνταξης/υγείας. ~ αυτοκινήτου/μοτοσικλέτας/σκάφους. Εμπειρογνώμονες/μεσίτες ~ών. Κάνω ~ (: υπογράφω συμβόλαιο).|| (για ασφάλιστρα) Πληρώνω την ~. Ακριβή/φτηνή ~.|| (προφ.) Θα εισπράξει την ~ (= την αποζημίωση).|| Έχω ~ (δημοσίου). Βλ. αντ~, τραπεζοασφάλειες. 8. ΗΛΕΚΤΡ. συσκευή που χρησιμοποιείται για την προστασία ενός ηλεκτρικού κυκλώματος από ρεύμα με ένταση μεγαλύτερη από το κανονικό: Έπεσε/κάηκε η ~ (του γενικού διακόπτη). Συσκευές με ενσωματωμένη αυτόματη ~ κατά της υπερθέρμανσης. Βλ. ρελέ. 9. μηχανισμός για προστασία, αποτροπή βλάβης, ανεπιθύμητης ή επικίνδυνης λειτουργίας: Η ~ του όπλου (: που εμποδίζει την τυχαία εκπυρσοκρότησή του).|| (σε αυτοκίνητο) Κλείνω την πόρτα και βάζω ~.ασφαλείας (λόγ.): για να χαρακτηριστεί κάτι που παρέχει προστασία: διακόπτης/συναγερμός/φωτιστικά ~. Ρολά ~.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Αντίγραφα ~ (= μπακ-απ). Κενό ασφαλείας. Κωδικός ~ (= πάσγουορντ ή πιν). ● ΣΥΜΠΛ.: ασφάλεια ζωής: σύμβαση με ασφαλιστική εταιρεία η οποία αναλαμβάνει τα έξοδα ιατρικής περίθαλψης ή την καταβολή αποζημίωσης, σε περίπτωση θανάτου ή ατυχήματος του ασφαλισμένου. [< γαλλ. assurance (sur la) vie] , ασφάλεια πυρός: ασφάλιση που καλύπτει ενδεχόμενη πυρκαγιά: ~ ~ και άλλων κινδύνων (π.χ. κλοπής/σεισμού). ~ ~ αυτοκινήτου/επιχείρησης/σπιτιού. Παρέχεται ~ ~. (βλ. πυρασφάλεια), δυνάμεις Ασφαλείας: αστυνομικές δυνάμεις επιφορτισμένες με τη διασφάλιση της τάξης. Βλ. ΜΑΤ. [< αγγλ. security forces, 1948] , ενεργειακή ασφάλεια: προστασία από τον κίνδυνο εξάντλησης των αποθεμάτων ενέργειας. [< αγγλ. energy security, 1960], ενεργητική ασφάλεια: που παρέχεται στον οδηγό από τα διάφορα συστήματα του αυτοκινήτου για την αποφυγή ατυχήματος (π.χ. σύστημα πέδησης, ABS, TCS)., κοινωνική ασφάλεια (συνήθ. με κεφαλ. τα αρχικά Κ,Α): παροχή οικονομικής βοήθειας και υπηρεσιών κοινωνικής πρόνοιας από ένα κράτος στους πολίτες: ~ ~ και κοινωνική αρωγή. Δίκαιο (της) ~ής ~ας. Πβ. κοινωνική ασφάλιση., μέτρα ασφαλείας: σύνολο μέτρων για την πρόληψη επαπειλούμενης διατάραξης της δημόσιας τάξης (όπως: κλοπής, κατασκοπείας, τρομοκρατικών ενεργειών): αυστηρά/δρακόντεια/έκτακτα/ισχυρά ~ ~. Ειδικά ~ ~ έλαβε η αστυνομία κατά τη διεξαγωγή του αγώνα. [< αγγλ. security measures, 1952] , οδική ασφάλεια: το σύνολο των μέτρων που αποσκοπούν στην προστασία όσων κινούνται στο οδικό δίκτυο: ~ ~ και κυκλοφοριακή αγωγή. [< αγγλ. road safety, γαλλ. sécurité routière] , παθητική ασφάλεια: που παρέχει η καμπίνα και γενικότ. το αμάξωμα στους επιβάτες σε περίπτωση σύγκρουσης. [< αγγλ. passive security] , πληροφορίες ασφαλείας: (κυρ. σε προϊόντα ή υπηρεσίες) οδηγίες για την διασφάλιση της σωστής χρήσης τους και την προστασία του καταναλωτή ή του χρήστη., Συμβούλιο Ασφαλείας: ΠΟΛΙΤ. μόνιμο Συμβούλιο των Ηνωμένων Εθνών, υπεύθυνο για τη διατήρηση της παγκόσμιας ειρήνης και ασφάλειας, με πέντε μόνιμα κράτη-μέλη και δέκα επιλεγμένα εκ περιτροπής μεταξύ άλλων κρατών-μελών: Αποφάσεις/ψηφίσματα του ~ίου ~είας. [< αγγλ. Security Council, 1946] , συστήματα ασφαλείας {σπανιότ. στον εν.}: τεχνολογικά προϊόντα διαφόρων ειδών που έχουν ως σκοπό την αποτροπή κινδύνου: ηλεκτρονικά/προηγμένα/σύγχρονα ~ ~. ~ ~ και πυρανίχνευσης/συναγερμού. Πβ. σύστημα προστασίας. [< αγγλ. security systems] , Σώματα Ασφαλείας: το Αστυνομικό, το Λιμενικό και το Πυροσβεστικό Σώμα και το προσωπικό που υπηρετεί στα Σώματα αυτά: Οι Ένοπλες Δυνάμεις και τα ~ ~ (= δημόσια δύναμη)., τιμή ασφαλείας: (κυρ. για αγροτικά προϊόντα) τιμή κάτω από την οποία δεν μπορεί να πωληθεί κάτι: κατώτατη ~ ~., υψίστης ασφαλείας (λόγ.): για να χαρακτηριστεί κάτι που παρέχει τη μέγιστη ασφάλεια: μέτρα/φυλακές ~ ~., φυσική ασφάλεια: το σύνολο των μέτρων που λαμβάνονται για την προστασία του προσωπικού και των δεδομένων μιας επιχείρησης, ενός οργανισμού από φυσικές καταστροφές. [< αγγλ. physical security] , αντίγραφο ασφαλείας βλ. αντίγραφο, απόσταση ασφαλείας βλ. απόσταση, ασφαλιστική δικλείδα/δικλείδα ασφαλείας βλ. δικλείδα, ζώνη ασφαλείας βλ. ζώνη, κάμερα ασφαλείας βλ. κάμερα, κλειδαριά ασφαλείας βλ. κλειδαριά, πιστοποιητικό ασφαλείας βλ. πιστοποιητικό, πόρτα ασφαλείας βλ. πόρτα, προσωπικό ασφαλείας βλ. προσωπικό, Τάγματα Ασφαλείας βλ. τάγμα, φως ασφαλείας βλ. φως ● ΦΡ.: με ασφάλεια: με τρόπο που να παρέχει προστασία από κίνδυνο: Οδηγώ/ταξιδεύω ~ ~., ησυχία, τάξη και ασφάλεια βλ. ησυχία [< 1: αρχ. ἀσφάλεια 2,3,4,6,7: γαλλ. sécurité, sûreté 5: αγγλ. insurance, γαλλ. assurance]

βορειοατλαντικός

βορειοατλαντικός, ή, ό βο-ρει-ο-ατ-λα-ντι-κός επίθ.: κυρ. στα ● ΣΥΜΠΛ.: Βορειοατλαντική/Ατλαντική Συμμαχία: διεθνής οργανισμός που συστάθηκε με την υπογραφή του Βορειοατλαντικού Συμφώνου το 1949, με σκοπό τη συνεργασία σε θέματα άμυνας και τη διαφύλαξη της συλλογικής ασφάλειας των χωρών-μελών του, το ΝΑΤΟ. [< αγγλ. North Atlantic Treaty Organization] , Βορειοατλαντικό/Ατλαντικό Συμβούλιο: που αποτελείται από μόνιμους αντιπροσώπους των χωρών μελών του ΝΑΤΟ και συγκαλείται για τη λήψη πολιτικών και στρατιωτικών αποφάσεων.

δημοτικός

δημοτικός, ή, ό δη-μο-τι-κός επίθ. 1. που σχετίζεται με τον δήμο, ανήκει σε αυτόν ή υπάγεται στη δικαιοδοσία του: ~ός: κήπος/οργανισμός/ραδιοσταθμός/(παιδικός) σταθμός/φόρος/χώρος (στάθμευσης). ~ή: αγορά/αστυνομία/αυτοδιοίκηση/βιβλιοθήκη/ορχήστρα/περιουσία/πινακοθήκη/πλαζ/συγκοινωνία/χορωδία. ~ό: θέατρο/ιατρείο/κατάστημα/μέγαρο (= το δημαρχείο)/νεκροταφείο/πάρκινγκ/στάδιο. ~οί: άρχοντες/σύμβουλοι/υπάλληλοι. ~ές: υπηρεσίες. ~ά: έργα/τέλη. Βλ. δια~. ΑΝΤ. ιδιωτικός (1) 2. που ανήκει ή αναφέρεται στον λαό, στη λαϊκή παράδοση: ~ή: ποίηση. ~ό: (μουσικό) συγκρότημα. ~οί: σκοποί/χοροί (= παραδοσιακοί). Πβ. δημώδης. 3. ΓΛΩΣΣ. που σχετίζεται με τη δημοτική γλώσσα: ~οί: τύποι. ΑΝΤ. λόγιος (1) 4. που αναφέρεται στη δημοτική εκπαίδευση: ~ό: σχολείο (= το δημοτικό). Βλ. προ~. ● Ουσ.: δημοτικά (τα): δημοτικοί χοροί ή τραγούδια: Μαθαίνει/χορεύει ~.|| Ακούει ρεμπέτικα και ~., δημοτικές (οι): ενν. εκλογές: οι υποψήφιοι για τις ~. ● ΣΥΜΠΛ.: δημοτική Αρχή: ο Δήμαρχος και το δημοτικό συμβούλιο., δημοτική εκπαίδευση: η εκπαίδευση που παρέχεται στο Δημοτικό: σύμβουλος ~ής ~ης., δημοτικό συμβούλιο: αιρετό όργανο του δήμου το οποίο αποφασίζει για κάθε θέμα που αφορά τον δήμο, εκτός αυτών που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του δημάρχου: σύγκληση/συνεδρίαση του ~ού ~ου. Το θέμα θα συζητηθεί στο ~ ~. Βλ. τοπική αυτοδιοίκηση., δημοτικό τραγούδι: (στον ελληνικό χώρο από τον 9ο/10ο αι. μέχρι περ. την Επανάσταση του 1821) μελοποιημένη ποιητική σύνθεση η οποία αποτελεί δημιούργημα συλλογικού χαρακτήρα στο πλαίσιο της παραδοσιακής αγροτικής κοινωνίας: καταγραφή/μελέτη των ~ών ~ιών. Θρύλος που έγινε ~ ~. Βλ. παραλογή. [< πβ. γερμ. Volkslied] , Δημοτικός και Κοινοτικός Κώδικας: ΝΟΜ. νομοθετικό πλαίσιο που ρυθμίζει τη λειτουργία των δήμων και των πρώην κοινοτήτων., Δημοτική Αστυνομία βλ. αστυνομία, δημοτική κοινότητα βλ. κοινότητα, Μονοθέσιο Δημοτικό (Σχολείο) βλ. δημοτικό, Ολοήμερο Δημοτικό (Σχολείο) βλ. δημοτικό, τοπικό διαμέρισμα βλ. διαμέρισμα [< αρχ. δημοτικός, γαλλ. municipal, αγγλ. demotic]

δικαστικός

δικαστικός, ή, ό δι-κα-στι-κός επίθ.: ΝΟΜ. που σχετίζεται με την απονομή της δικαιοσύνης, τα όργανα και τους λειτουργούς της: ~ός: κλάδος/πληρεξούσιος/συμβιβασμός/σύμβουλος/υπάλληλος/φάκελος. ~ή: αγωγή/αίθουσα (= αίθουσα δικαστηρίου)/γλωσσολογία (πβ. δικανική)/διαφορά/δίωξη/έκθεση/εκπροσώπηση/εντολή/οδός/πλάνη/προστασία/προσφυγή/τήβεννος/ψήφος/ψυχολογία. ~ό: γραφείο/ένσημο/επάγγελμα/έτος/μέγαρο (βλ. δικαστήριο)/ρεπορτάζ/σώμα (: οι δικαστές). ~ό προηγούμενο (= δεδικασμένο). ~ές: Αρχές/φυλακές (: για ποινές κάτω του έτους και για εγκλήματα εξ αμελείας). ~ά: έδρανα/τέλη. Δικαιώθηκε με ~ή απόφαση. Πβ. δικαστηριακός. Βλ. εξω~, παρα~, προ~. ● Ουσ.: δικαστικός (ο/η): δικαστής ή εισαγγελέας. ● επίρρ.: δικαστικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς]: Κινούμαι/στρέφομαι ~ εναντίον κάποιου. ΑΝΤ. εξωδίκως ● ΣΥΜΠΛ.: δικαστική εξουσία: ΝΟΜ.-ΠΟΛΙΤ. μία από τις τρεις βασικές εξουσίες της δημοκρατίας, υπεύθυνη για την απονομή δικαιοσύνης και συνεκδ. ο φορέας της. Πβ. Θέμιδα. [< γαλλ. pouvoir judiciaire] , δικαστική συνδρομή/συνεργασία & (σπάν.) δικαστική αρωγή: συμφωνία μεταξύ κρατών για άμεση βοήθεια και συνεργασία των δικαστικών Αρχών: διεθνής ~ ~. Αμοιβαία ~ ~ σε αστικές/ποινικές υποθέσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση., δικαστικό συμβούλιο (κ. με κεφαλ. Δ, Σ): όργανο που ελέγχει την πορεία της ανακριτικής διαδικασίας και αποφασίζει αν θα ασκηθεί ποινική δίωξη: ~ά ~α Εφετών/Πλημμελειοδικών. Βλ. βούλευμα., δικαστική αντίληψη βλ. αντίληψη, δικαστική απαγόρευση βλ. απαγόρευση, δικαστική γραφολογία βλ. γραφολογία, δικαστική συμπαράσταση βλ. συμπαράσταση, δικαστικός αγώνας βλ. αγώνας, δικαστικός αντιπρόσωπος βλ. αντιπρόσωπος, δικαστικός επιμελητής βλ. επιμελητής, δικαστικός κλητήρας βλ. κλητήρας [< αρχ. δικαστικός, γαλλ. judiciaire]

επικράτεια

επικράτεια [ἐπικράτεια] ε-πι-κρά-τει-α ουσ. (θηλ.) {-ας (λόγ.) -είας} (επίσ.): γεωγραφική έκταση όπου ασκείται η εξουσία ενός κράτους: εδαφική/εθνική/οικονομική ~. Έδρες ~είας (: κατανέμονται ανάλογα με την εκλογική δύναμη των κομμάτων). Υπουργός ~είας (παρά τω πρωθυπουργώ)/ψηφοδέλτιο ~είας. Σύμβουλος (της) ~είας. Στο σύνολο της ~ας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (: κοινοτική ~). Ανά την/σε όλη την ~ (= τη χώρα). Πολιτείες και ~ες (ενν. αυστραλιανές). Η ελληνική ~ διαιρείται σε πενήντα έξι εκλογικές περιφέρειες.|| (μτφ.) Στην ~ (= στον χώρο) της ποίησης.|| Πνευματική ~. ● ΣΥΜΠΛ.: Συμβούλιο της Επικρατείας (ακρ. ΣτΕ): το ανώτατο διοικητικό δικαστήριο του ελληνικού κράτους: νομολογία κατ' άρθρο του ~ου ~. Αρμοδιότητες/ολομέλεια του ~ου ~. Τελεσίδικη απόφαση του ~ου ~. Γνωμοδότηση/εισηγητής/πάρεδρος του ~ου ~. Προσφυγή στο ~ ~. [< γαλλ. Conseil d'État] , βουλευτής επικρατείας βλ. βουλευτής [< αρχ. ἐπικράτεια ‘αυτοκρατορία, βασίλειο’, γαλλ. territoire]

ιατρικός

ιατρικός, ή, ό [ἰατρικός] ι-α-τρι-κός επίθ.: ΙΑΤΡ. που σχετίζεται με την ιατρική ή τους γιατρούς: ~ός: έλεγχος/κλάδος/σύλλογος/τομέας. ~ή: αμέλεια/γνωμάτευση/δεοντολογία/έρευνα/ηθική/κάλυψη/ορολογία/παρακολούθηση/περίθαλψη/συμβουλή/σχολή/υποστήριξη/φροντίδα. ~ό: ιστορικό/κέντρο/λάθος/σώμα (= οι γιατροί). ~ές: εξετάσεις/υπηρεσίες. ~ά: βοηθήματα/εργαλεία/μηχανήματα/σφάλματα. Βλ. βαρ~, γηρ~, κτην~, οδοντ~, ψυχ~, βιο-, παρα-, τηλε-ϊατρικός. ● επίρρ.: ιατρικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: ιατρικό συμβούλιο: επιτροπή αρμόδιων γιατρών, η οποία συγκαλείται για να εξετάσει ασθενή, που βρίσκεται συνήθ. σε κρίσιμο στάδιο, και να γνωματεύσει για την κατάσταση της υγείας του. ΣΥΝ. ιατροσυμβούλιο, Ιατρική Γενετική βλ. γενετική, ιατρική πληροφορική βλ. πληροφορική, ιατρική φυσική βλ. φυσική, ιατρική χημεία βλ. χημεία, ιατρικό απόρρητο βλ. απόρρητο, ιατρικός επισκέπτης βλ. επισκέπτης, επισκέπτρια [< αρχ. ἰατρικός, γαλλ. médical, αγγλ. medical]

νομικός

νομικός νο-μι-κός ουσ. (αρσ. + θηλ.): επιστήμονας που έχει σπουδάσει νομικά: ~ ειδικευμένος στα εργατικά θέματα/στο κοινοτικό δίκαιο. Βλ. δικαστικός, δικηγόρος, νομομαθής, συνταγματολόγος. [< μτγν. νομικός]

πειθαρχικός

πειθαρχικός, ή, ό πει-θαρ-χι-κός επίθ. 1. ΝΟΜ. που σχετίζεται με την πειθαρχία: ~ός: κώδικας. ~ή: αγωγή/δικαιοδοσία/εξέταση. ~ό: όργανο. ~ές: διατάξεις/υποθέσεις. Ποινική-~ή ευθύνη. ~ή έρευνα για παράβαση καθηκόντων. Διάπραξη ~ού αδικήματος. Επιβολή ~ών κυρώσεων. Απολογήθηκε ενώπιον της ~ής Επιτροπής. 2. (σπάν.) πειθαρχημένος, υπάκουος: ~ός: μαθητής/στρατιώτης. ~ό: παιδί. ΑΝΤ. απείθαρχος ● επίρρ.: πειθαρχικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: πειθαρχική ποινή: ΝΟΜ. η οποία επιβάλλεται από Πειθαρχικό Συμβούλιο ή από αρμόδιες Αρχές σε περιπτώσεις πειθαρχικού παραπτώματος: Τιμωρήθηκε με την ~ ~ της επίπληξης/της προσωρινής παύσης/του χρηματικού προστίμου., Πειθαρχικό Δίκαιο: ΝΟΜ. τμήμα του Δημοσίου Δικαίου το οποίο καθορίζει τις υποχρεώσεις των δημοσίων υπαλλήλων και τις ποινές, σε περίπτωση παράβασής τους., Πειθαρχικό Συμβούλιο & (προφ.) Πειθαρχικό: ΝΟΜ. που συγκροτείται για την άσκηση πειθαρχικού ελέγχου και την επιβολή αντίστοιχων ποινών στα μέλη ενός φορέα: ανώτατο/πρωτοβάθμιο/δευτεροβάθμιο/υπηρεσιακό ~ ~. Παραπομπή στο ~ ~.|| Πέρασε από ~ό., πειθαρχική δίωξη βλ. δίωξη, πειθαρχική εξουσία βλ. εξουσία [< 1: γαλλ. disciplinaire 2: αρχ. πειθαρχικός]

πρόεδρος

πρόεδρος πρό-ε-δρος ουσ. (αρσ.) {προέδρ-ου | (προφ.) θηλ. προεδρίνα}: το αιρετό ή διορισμένο πρόσωπο που είναι επικεφαλής, έχει τη διεύθυνση ή ασκεί τη διοίκηση σε οργανωμένο σύνολο ανθρώπων ή σε συγκροτημένο σώμα: αναπληρωτής/απερχόμενος/γενικός/εκτελεστικός/επίτιμος/ισόβιος/προσωρινός/πρώην/υποψήφιος ~. Αρμοδιότητες/δηλώσεις/διορισμός/θητεία/καθήκοντα/μήνυμα/ομιλία/περιοδεία/προσφώνηση/συνέντευξη τύπου/χαιρετισμός ~ου. ~ της Ακαδημίας/αντιπροσωπείας/του Αρείου Πάγου/της Βουλής/Γενικής Συνέλευσης/του δικαστηρίου/της ένωσης/του επιμελητηρίου/της επιτροπής/εταιρείας/του ιδρύματος/του κόμματος/της (συν)ομοσπονδίας/του οργανισμού/του συλλόγου/του συμβουλίου/συνδικάτου/συνεδρίου/συνεταιρισμού/της Σχολής/του σωματείου/της τράπεζας/του φεστιβάλ. ~ Εφετών/Πρωτοδικών. Βγαίνω/διατελώ/(επαν)εκλέγομαι/ορκίζομαι ~. Παραιτήθηκε ο ~. Από τη θέση του ~ου ... Διατελέσαντες ~οι. Διάσκεψη/ολομέλεια/σύσκεψη των ~ων (της Βουλής). Βλ. συμ~. ● ΣΥΜΠΛ.: Πρόεδρος (της Δημοκρατίας), ακρ. ΠΔ, ΠτΔ.: ο αρχηγός κράτους που έχει δημοκρατικό πολίτευμα: ο ~ της Ελληνικής Δημοκρατίας/της Κύπρου/των Η.Π.Α. Ο ~ ~ εκλέγεται από τη Βουλή. Πβ. ο ανώτατος πολιτειακός παράγοντας. Βλ. προεδρευόμενη/προεδρευομένη δημοκρατία., Πρόεδρος της Κυβέρνησης/Κυβερνήσεως/του Υπουργικού Συμβουλίου: πρωθυπουργός. [< αρχ. πρόεδρος, γαλλ. président]

πρυτανικός

πρυτανικός, ή, ό πρυ-τα-νι-κός επίθ.: που σχετίζεται με τον πρύτανη ή την πρυτανεία: ~ός: λόγος. ~ή: πράξη. ~ές: εκλογές. ● ΣΥΜΠΛ.: πρυτανικές Αρχές: ο πρύτανης και οι αντιπρυτάνεις., Πρυτανικό Συμβούλιο: ο πρύτανης, οι αντιπρυτάνεις, εκπρόσωπος των φοιτητών και του διοικητικού προσωπικού. [< μτγν. πρυτανικός]

ραδιοτηλεόραση

ραδιοτηλεόραση ρα-δι-ο-τη-λε-ό-ρα-ση ουσ. (θηλ.): τηλεόραση και ραδιοφωνία μαζί: δημόσια ~. Διεθνές Κέντρο ~ης. ● ΣΥΜΠΛ.: Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης (ΕΣΡ): ανεξάρτητη ελληνική Αρχή με ελεγκτικές και κυρωτικές αρμοδιότητες στον τομέα της ραδιοφωνίας και της τηλεόρασης. [< πβ. ιταλ. radiotelevisione, 1926]

υπηρεσιακός

υπηρεσιακός, ή, ό [ὑπηρεσιακός] υ-πη-ρε-σι-α-κός επίθ. 1. που ανήκει σε συγκεκριμένη υπηρεσία ή σχετίζεται με αυτή: ~ός: μηχανισμός/φάκελος. ~ή: άδεια/αλληλογραφία/αποστολή/γλώσσα/εξέλιξη/επιτροπή/θέση/ιδιότητα/μονάδα/σύσκεψη. ~ό: αυτοκίνητο/όπλο (αστυνομικού)/όχημα/σημείωμα/ταξίδι. ~οί: λόγοι/παράγοντες. ~ές: ανάγκες. ~ά: έγγραφα/θέματα. Διαβουλεύσεις σε ~ό επίπεδο. Βλ. ενδοϋπηρεσιακός, εξω~, προϋπηρεσιακός.|| ~ό: ύφος (= σοβαρό, τυπικό). 2. που ασκεί προσωρινά τα καθήκοντά του: ~ός: πρόεδρος/προπονητής/τεχνικός (αθλητικής ομάδας)/(υφ)υπουργός. ● επίρρ.: υπηρεσιακά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: υπηρεσιακή έκθεση: έκθεση αξιολόγησης δημοσίου υπαλλήλου, η οποία συντάσσεται από τον προϊστάμενό του σε τακτά χρονικά διαστήματα., υπηρεσιακή κυβέρνηση: ΠΟΛΙΤ. διορισμένη κυβέρνηση η οποία συγκροτείται προσωρινά, κατά κανόνα από μη πολιτικά πρόσωπα, με αποκλειστικό έργο τη διενέργεια βουλευτικών εκλογών., υπηρεσιακό συμβούλιο: συμβούλιο με αρμοδιότητα να γνωμοδοτεί και να αποφασίζει σχετικά με κάθε μεταβολή της κατάστασης των δημοσίων υπαλλήλων: Ανώτατο Περιφερειακό ~ ~ (Πρωτοβάθμιας/Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης)., εκπαιδευτική άδεια βλ. άδεια, υπηρεσιακός/υπηρεσιακή πρωθυπουργός βλ. πρωθυπουργός

υπουργικός

υπουργικός, ή, ό [ὑπουργικός] υ-πουρ-γι-κός επίθ.: που σχετίζεται με υπουργό: ~ή: απόφαση/δήλωση/διάσκεψη/έγκριση/επιτροπή/παρέμβαση/πράξη/σύνοδος. ~ό: αξίωμα/έγγραφο. ~ά: γραφεία/διατάγματα/καθήκοντα/στελέχη/χαρτοφυλάκια. Συνάντηση σε ~ό επίπεδο.|| (συνεκδ.) ~ θώκος/~ή καρέκλα (= το αξίωμα του υπουργού). Βλ. πρωθ~. ● ΣΥΜΠΛ.: υπουργικό συμβούλιο (κ. με κεφαλ. Υ, Σ) & (προφ.) υπουργικό: συλλογικό όργανο που απαρτίζεται από το σύνολο των υπουργών και υφυπουργών και συνεδριάζει υπό τον πρωθυπουργό· συνεκδ. η κυβέρνηση: έκτακτη συνεδρίαση/ενημέρωση/σύγκληση του ~ού ~ου. [< μτγν. ὑπουργικός 'υπηρετικός', γαλλ. ministériel]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.