συμμαχητής συμ-μα-χη-τής ουσ. (αρσ.) & (θηλ.) συμμαχήτρια: συμπολεμιστής, συναγωνιστής: ~ές στο μέτωπο.|| (μτφ.) ~ές και συνυποψήφιοι. ~ές στον αγώνα της επιβίωσης. Βλ. σύντροφος. [συμμαχήτρια, 15ος αι.]
σύντροφος
σύντροφοςσύ-ντρο-φος ουσ. (αρσ. + θηλ.) {-ου (λόγ.) -όφου} 1. πρόσωπο που συνδέεται με κάποιον με στενή συναισθηματική σχέση: ερωτικός/περιστασιακός/πιστός/σεξουαλικός ~. Πβ. εραστής.|| Ο ~ της ζωής της. Πβ. σύζυγος.|| Αχώριστοι ~οι. Πβ. φίλος.2. {θηλ. συντρόφισσα} πρόσωπο που συνδέεται με άλλο λόγω κοινών, συνήθ. πολιτικών, αγώνων· (κυρ. παλαιότ.) ως προσφώνηση μεταξύ μελών και υποστηρικτών κομμουνιστικών και σοσιαλιστικών κομμάτων: ~ και συναγωνιστής. (συχνά σε έναρξη πολιτικού λόγου) ~οι και συντρόφισσες!3. (μτφ.) για κάτι που δεν αποχωρίζεται κάποιος ή για κατάσταση, συνήθεια που τον χαρακτηρίζει: Το διάβασμα είναι ο ιδανικός ~ στις διακοπές μου. Ζει με μοναδικό ~ο το σκυλί του (βλ. συνοδός). Οι ατυχίες αποτελούν τον μόνιμο ~ό του. [< πβ. αρχ. σύντροφος 'αναθρεμμένος μαζί', γαλλ. compagnon]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.