Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • συμμαχητής συμ-μα-χη-τής ουσ. (αρσ.) & (θηλ.) συμμαχήτρια: συμπολεμιστής, συναγωνιστής: ~ές στο μέτωπο.|| (μτφ.) ~ές και συνυποψήφιοι. ~ές στον αγώνα της επιβίωσης. Βλ. σύντροφος. [συμμαχήτρια, 15ος αι.]

σύντροφος

σύντροφοςσύ-ντρο-φος ουσ. (αρσ. + θηλ.) {-ου (λόγ.) -όφου} 1. πρόσωπο που συνδέεται με κάποιον με στενή συναισθηματική σχέση: ερωτικός/περιστασιακός/πιστός/σεξουαλικός ~. Πβ. εραστής.|| Ο ~ της ζωής της. Πβ. σύζυγος.|| Αχώριστοι ~οι. Πβ. φίλος. 2. {θηλ. συντρόφισσα} πρόσωπο που συνδέεται με άλλο λόγω κοινών, συνήθ. πολιτικών, αγώνων· (κυρ. παλαιότ.) ως προσφώνηση μεταξύ μελών και υποστηρικτών κομμουνιστικών και σοσιαλιστικών κομμάτων: ~ και συναγωνιστής. (συχνά σε έναρξη πολιτικού λόγου) ~οι και συντρόφισσες! 3. (μτφ.) για κάτι που δεν αποχωρίζεται κάποιος ή για κατάσταση, συνήθεια που τον χαρακτηρίζει: Το διάβασμα είναι ο ιδανικός ~ στις διακοπές μου. Ζει με μοναδικό ~ο το σκυλί του (βλ. συνοδός). Οι ατυχίες αποτελούν τον μόνιμο ~ό του. [< πβ. αρχ. σύντροφος 'αναθρεμμένος μαζί', γαλλ. compagnon]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.