συμμορφώνω συμ-μορ-φώ-νω ρ. (μτβ.) {συμμόρφω-σα, συμμορφώ-σει, -θηκα, -θεί, συμμορφ-ούμενος, -ωμένος, συμμορφών-οντας} 1. {συνήθ. μεσοπαθ.} (+ με/προς/σε) εναρμονίζω, προσαρμόζω: Καλούνται τα κράτη-μέλη να ~σουν τη νομοθεσία τους προς τις κοινοτικές οδηγίες. Η υπηρεσία οφείλει/υποχρεούται να ~θεί με την απόφαση του δικαστηρίου. Η εταιρεία ~θηκε στην τήρηση των διεθνών προτύπων. Οι διαδηλωτές αποχώρησαν ~ούμενοι προς τις υποδείξεις των Αρχών. Ο εξοπλισμός είναι ~ωμένος με τις προδιαγραφές ασφαλείας. ΣΥΝ. ευθυγραμμίζω (2) 2. συνετίζω, πειθαρχώ: Οι ποινές υπάρχουν, για να ~ουν τους παραβάτες. Θα τον ~σω (= στρώσω, φτιάξω) εγώ! Αν δεν ~θεί, θα φύγει από την ομάδα. (Για) συμμορφώσου (= βάλε μυαλό) όσο είναι καιρός! ΣΥΝ. σωφρονίζω, φρονηματίζω 3. (μτφ.-προφ.) διορθώνω την εμφάνιση ή το περιεχόμενο, ευπρεπίζω: ~σαν (= συγύρισαν, τακτοποίησαν) το παλιό σπίτι. Πήγε κομμωτήριο, έκανε μανικιούρ, ~θηκε (= σουλουπώθηκε). Δεν προλαβαίνω να ~σω το κείμενο (πβ. συμμαζεύω). [< μτγν. συμμορφῶ ‘δίνω την ίδια μορφή, ταυτίζομαι’, γαλλ. se conformer]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.