Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • συμμορφώνω συμ-μορ-φώ-νω ρ. (μτβ.) {συμμόρφω-σα, συμμορφώ-σει, -θηκα, -θεί, συμμορφ-ούμενος, -ωμένος, συμμορφών-οντας} 1. {συνήθ. μεσοπαθ.} (+ με/προς/σε) εναρμονίζω, προσαρμόζω: Καλούνται τα κράτη-μέλη να ~σουν τη νομοθεσία τους προς τις κοινοτικές οδηγίες. Η υπηρεσία οφείλει/υποχρεούται να ~θεί με την απόφαση του δικαστηρίου. Η εταιρεία ~θηκε στην τήρηση των διεθνών προτύπων. Οι διαδηλωτές αποχώρησαν ~ούμενοι προς τις υποδείξεις των Αρχών. Ο εξοπλισμός είναι ~ωμένος με τις προδιαγραφές ασφαλείας. ΣΥΝ. ευθυγραμμίζω (2) 2. συνετίζω, πειθαρχώ: Οι ποινές υπάρχουν, για να ~ουν τους παραβάτες. Θα τον ~σω (= στρώσω, φτιάξω) εγώ! Αν δεν ~θεί, θα φύγει από την ομάδα. (Για) συμμορφώσου (= βάλε μυαλό) όσο είναι καιρός! ΣΥΝ. σωφρονίζω, φρονηματίζω 3. (μτφ.-προφ.) διορθώνω την εμφάνιση ή το περιεχόμενο, ευπρεπίζω: ~σαν (= συγύρισαν, τακτοποίησαν) το παλιό σπίτι. Πήγε κομμωτήριο, έκανε μανικιούρ, ~θηκε (= σουλουπώθηκε). Δεν προλαβαίνω να ~σω το κείμενο (πβ. συμμαζεύω). [< μτγν. συμμορφῶ ‘δίνω την ίδια μορφή, ταυτίζομαι’, γαλλ. se conformer]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.