συμμόρφωση συμ-μόρ-φω-ση ουσ. (θηλ.) 1. (+ με/προς/σε) προσαρμογή σε συγκεκριμένους κανόνες, πρότυπα: απαρέγκλιτη/εκούσια/κανονιστική/νομική/πλημμελής/πλήρης/πολλαπλή/υποχρεωτική ~. ~ των προϊόντων με τον κανονισμό (πβ. εναρμόνιση, ευθυγράμμιση). ~ της διοίκησης προς τις δικαστικές αποφάσεις. ~ του ασθενή στην ενδεδειγμένη θεραπεία/στις υποδείξεις του γιατρού (πβ. πειθάρχηση, υπακοή). Πίνακας/φύλλο ~ης.2. συνέτιση, σωφρονισμός: ~ του παιδιού με νουθεσία και συμβουλή. Πβ. φρονηματισμός. ● ΦΡ.: προς γνώση και συμμόρφωση βλ. γνώση [< μτγν. συμμόρφωσις ‘ενότητα μορφής’, γαλλ. conformité, αγγλ. conformity]
γνώση
γνώση γνώ-ση ουσ. (θηλ.) 1. η διαδικασία της μάθησης, της απόκτησης αντίληψης του κόσμου· συνεκδ. οτιδήποτε γνωρίζει κανείς· (ειδικότ., στον πληθ.) το σύνολο των πληροφοριών που κατέχει: βιωματική/δηλωτική/διαδικαστική/παθητική/συστηματική ~. Δικαίωμα/πρόσβαση στη ~. Δίψα για ~. Τα όρια της ~ης. Κοινωνία της ~ης. Θεωρία της ~ης (βλ. γνωσιο-, επιστημο-λογία). Βλ. μετα~.|| Άριστη/βαθιά/ελλιπής/επαρκής/επιστημονική/επιφανειακή/ιστορική/κοινή/ρηχή/στείρα ~. Σε βάθος ~. ~ ξένων γλωσσών/χειρισμού Η/Υ. ~ (πάνω) σε έναν τομέα. Η διαχείριση/η κατάκτηση της ~ης. Έχω άμεση/απόλυτη/πλήρη (πβ. επίγνωση)/σαφή/συνολική/σφαιρική ~ (συνήθ. +γεν., πβ. συναίσθηση). Ενεργώ με/χωρίς ~ των συνεπειών.|| Άρτιες/γενικές/εγκυκλοπαιδικές/ειδικές/εξειδικευμένες/επαγγελματικές/θεωρητικές/νέες/πρακτικές/προαπαιτούμενες/σχολικές/τεχνικές/τυπικές ~εις. Επίπεδο ~εων. Τεχνολογία ~εων. Οι αποκτηθείσες ~εις και δεξιότητες. Έχει/διαθέτει πολλές ικανότητες και ~εις. Aξιολογώ/αξιοποιώ/βελτιώνω/ελέγχω/εμπλουτίζω/εφαρμόζω/προσφέρω τις ~εις μου. Αποδεικτικό/αφομοίωση/εύρος/θησαυρός/μετάδοση/παιχνίδι/πιστοποίηση/πληθώρα/συσσώρευση/τεστ ~εων. Ανταλλαγή εμπειριών και ~εων. Βλ. διά-, επί-, πρό-γνωση. ΑΝΤ. άγνοια (1), αδαημοσύνη 2. ΦΙΛΟΣ. η θεμελιωμένη πεποίθηση για την ύπαρξη, τη φύση, την ουσία ή την κατάσταση ενός πράγματος: διαισθητική/εμπειρική/ενορατική/νοητική/ορθολογική ~.3. (προφ.) σύνεση: Έχει ~. Πβ. φρόνηση, φρονιμάδα. ● ΣΥΜΠΛ.: άμεση γνώση βλ. άμεσος, γραμματικές γνώσεις βλ. γραμματικός, εξόρυξη γνώσης βλ. εξόρυξη, επιχείρηση έντασης γνώσης βλ. επιχείρηση, σιωπηλή/σιωπηρή γνώση βλ. σιωπηλός, Τεστ Γνώσεων και Δεξιοτήτων βλ. τεστ, το δέντρο της γνώσης (του καλού και του κακού) βλ. δέντρο ● ΦΡ.: βάζω γνώση {κυρ. στον αόρ.} (προφ.): συνετίζομαι, λογικεύομαι: Την έχεις πατήσει τόσες φορές κι ακόμη ~ δεν έβαλες. Πβ. βάζω μυαλό/νιονιό., εν γνώσει (λόγ.): (+γεν.) γνωρίζοντας συνειδητά: ~ ~ του γεγονότος/των συνεπειών του νόµου. Ενεργώ/μιλώ ~ ~ μου (ότι ...). Τελεί ~ ~ όλων των οικονομικών στοιχείων της επιχείρησης. ΑΝΤ. εν αγνοία (κάποιου), έχουν γνώση οι φύλακες: για να δηλωθεί ότι είναι ενημερωμένοι οι αρμόδιοι και γενικότ. ότι κάποιος βρίσκεται σε εγρήγορση: Μην ανησυχείς, ~ ~!, λαμβάνω γνώση (επίσ.): ενημερώνομαι σχετικά με κάτι: ~ ~ των ανακοινώσεων/αποφάσεων/εγγράφων/προβλημάτων. Παρακαλούμε να λάβουν ~ οι ενδιαφερόμενοι ενυπογράφως. Είχε λάβει ~ για την υπόθεση από τους συνεργάτες του. [< γαλλ. prendre connaissance] , περιέρχεται σε γνώση & εις γνώσιν κάποιου (λόγ.) {κυρ. σε ενεστ. και αόρ.}: ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. γίνεται αντιληπτό, υποπίπτει στην αντίληψη κάποιου: ~ ~ της αρμόδιας Αρχής/του ενδιαφερομένου/της ηγεσίας/της κυβέρνησης. Έγγραφα/καταγγελίες/πληροφορίες/στοιχεία που περιήλθαν εις γνώσιν της επιτροπής., προς γνώση και συμμόρφωση & (λόγ.) προς γνώσιν και συμμόρφωσιν: για αποτροπή ανεπιθύμητης συμπεριφοράς και παραδειγματισμό: Θα επιβληθεί χρηματικό πρόστιμο ~ ~. , φέρω σε γνώση/εις γνώσιν κάποιου {κυρ. στον ενεστ.} (λόγ.): ενημερώνω κάποιον σχετικά με ένα θέμα, πληροφορώ: ~ ~ της δικαστικής Αρχής/του ενδιαφερομένου/του κοινού. Θα ήθελα να ~ ~ σας ένα πολύ σημαντικό ζήτημα. Πβ. γνωστοποιώ., κοντά στο(ν) νου κι η γνώση βλ. νους, μετά λόγου γνώσεως βλ. λόγος, σαράντα πέντε Γιάννηδες, ενός κοκόρου γνώση βλ. κόκορας, στερνή μου γνώση να σ' είχα πρώτα βλ. στερνός [< αρχ. γνῶσις 3: μεσν. γνώση]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.