συμπίλημα συ-μπί-λη-μα ουσ. (ουδ.) (λόγ.-αρνητ. συνυποδ.) 1. σύνολο από ετερόκλιτα στοιχεία: Η θεωρία του είναι ένα ~ ιδεών και τάσεων. Πβ. αμάλγαμα, αχταρμάς, μωσαϊκό, σύμφυρμα, συνονθύλευμα.2. (ειδικότ.) κείμενο που προκύπτει από συνένωση αποσπασμάτων διαφορετικής προέλευσης: ~ άρθρων/ιστοριών. Βλ. συρραφή. [< μεσν. συμπίλημα]
συρραφή
συρραφή συρ-ρα-φή ουσ. (θηλ.) 1. ένωση συνήθ. φύλλων χαρτιού με συρραπτικό· γενικότ. ράψιμο: ~ εγγράφων/φωτοτυπιών.|| ~ δερμάτων/μονωτικών υλικών.2. ΙΑΤΡ. κλείσιμο τραύματος ή συνένωση ιστών, συνήθ. με τη χρήση ραμμάτων· συνεκδ. τα ίδια τα ράμματα: λαπαροσκοπική ~. ~ δέρματος/μηνίσκου/μήτρας/τραχήλου.|| Οι ~ές αφαιρούνται μία εβδομάδα μετά την επέμβαση.3. (μτφ.) σύνθεση ετερόκλιτων συνήθ. στοιχείων ή αποσπασμάτων, που συχνά γίνεται αυθαίρετα ή/και χωρίς επεξεργασία: ~ απόψεων/έργων/κειμένων/σκηνών (πβ. μοντάζ)/φωτογραφιών. Βλ. κολάζ. [< αρχ. συρραφή ‘ράψιμο μαζί’ 2: γαλλ. suture]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.