Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • συμπίλημα συ-μπί-λη-μα ουσ. (ουδ.) (λόγ.-αρνητ. συνυποδ.) 1. σύνολο από ετερόκλιτα στοιχεία: Η θεωρία του είναι ένα ~ ιδεών και τάσεων. Πβ. αμάλγαμα, αχταρμάς, μωσαϊκό, σύμφυρμα, συνονθύλευμα. 2. (ειδικότ.) κείμενο που προκύπτει από συνένωση αποσπασμάτων διαφορετικής προέλευσης: ~ άρθρων/ιστοριών. Βλ. συρραφή. [< μεσν. συμπίλημα]

συρραφή

συρραφή συρ-ρα-φή ουσ. (θηλ.) 1. ένωση συνήθ. φύλλων χαρτιού με συρραπτικό· γενικότ. ράψιμο: ~ εγγράφων/φωτοτυπιών.|| ~ δερμάτων/μονωτικών υλικών. 2. ΙΑΤΡ. κλείσιμο τραύματος ή συνένωση ιστών, συνήθ. με τη χρήση ραμμάτων· συνεκδ. τα ίδια τα ράμματα: λαπαροσκοπική ~. ~ δέρματος/μηνίσκου/μήτρας/τραχήλου.|| Οι ~ές αφαιρούνται μία εβδομάδα μετά την επέμβαση. 3. (μτφ.) σύνθεση ετερόκλιτων συνήθ. στοιχείων ή αποσπασμάτων, που συχνά γίνεται αυθαίρετα ή/και χωρίς επεξεργασία: ~ απόψεων/έργων/κειμένων/σκηνών (πβ. μοντάζ)/φωτογραφιών. Βλ. κολάζ. [< αρχ. συρραφή ‘ράψιμο μαζί’ 2: γαλλ. suture]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.