Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • συμπαραστάτης συ-μπα-ρα-στά-της ουσ. (αρσ.) {θηλ. συμπαραστάτρια}: υποστηρικτής, σύμμαχος: ακούραστος/άξιος/(ΝΟΜ.) δικαστικός/πολύτιμος ~. Στάθηκε/υπήρξε ~ στον αγώνα/στο έργο τους. Στην προσπάθειά της θα με βρει/έχει ~η. Πβ. βοηθός, παραστάτης. Βλ. -στάτης. ● ΣΥΜΠΛ.: Συμπαραστάτης του Δημότη και της Επιχείρησης: ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. αιρετό πρόσωπο εγνωσμένου κύρους και εμπειρίας που δέχεται και εξετάζει καταγγελίες των δημοτών και των επιχειρήσεων για κακοδιοίκηση των υπηρεσιών του Δήμου στον οποίο υπάγονται., Συμπαραστάτης του Πολίτη και της Επιχείρησης: ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. αιρετό πρόσωπο εγνωσμένου κύρους και εμπειρίας που δέχεται και εξετάζει καταγγελίες των πολιτών και των επιχειρήσεων για κακοδιοίκηση των υπηρεσιών της Περιφέρειας στην οποία υπάγονται. [< αρχ. συμπαραστάτης]

-στάτης

-στάτης{-στατών} (λόγ.) επίθημα κυρ. αρσενικών ουσιαστικών που δηλώνουν: 1. σημείο στερέωσης, τοποθέτησης: βιβλιο~/κηρο~/φανο~. 2. όργανο, εξάρτημα ή διακόπτη που ρυθμίζει τη λειτουργία συσκευής: θερμο~/κρυο~/υδρο~. (ΗΛΕΚΤΡ.) Ροο~. 3. το άτομο που στέκεται κοντά σε κάτι ή κάποιον: παρα~.|| (μτφ.) Συμπαρα~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.