Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • συμπαρασύρω συ-μπα-ρα-σύ-ρω ρ. (μτβ.) {συμπαρέσυρ-ε, συμπαρασύρ-ει, -θηκε, -οντας} & (προφ.) συμπαρασέρνω: παρασύρω μαζί μου κάποιον ή κάτι: Το επιφανειακό ρεύμα ~ει και το υποθαλάσσιο.|| (κυρ. μτφ.) Η άνοδος (της τιμής) του πετρελαίου ~ει και τον πληθωρισμό. [< μτγν. συμπαρασύρω ‘παρεμβάλλω’]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.