Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • συμπεριληπτικός , ή, ό συ-μπε-ρι-λη-πτι-κός επίθ.: που συμπεριλαμβάνει, εμπεριέχει· κυρ. ως παιδαγ. όρος: ισότιμη συμμετοχή στην εκπαιδευτική διαδικασία όλων των μαθητών και η αντιμετώπισή τους με τον ίδιο τρόπο από τον εκπαιδευτικό, χωρίς διακρίσεις: ~ός: εθελοντισμός (: άτομα με και χωρίς αναπηρία)/ηγέτης (: υλοποιεί τους στόχους που θέτει ολόκληρη η σχολική κοινότητα)/λόγος. ~ή: εκπαίδευση. ~ό: σχολείο. ● ΣΥΜΠΛ.: συμπεριληπτική γλώσσα: που είναι ουδέτερη ως προς το φύλο και σέβεται τις γλωσσικές ιδιαιτερότητες συγκεκριμένων κοινωνικών, εθνοτικών, φυλετικών ή άλλων ομάδων οι οποίες συχνά απαξιώνονται. [< αγγλ. inclusive, γαλλ. inclusif]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.