Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 7 εγγραφές  [0-7]


  • συμπιέζω συ-μπι-έ-ζω ρ. (μτβ.) {συμπίε-σα, συμπιέ-στηκε (λόγ.) -σθηκε, -σμένος, συμπιέζ-οντας} 1. μειώνω τον όγκο κυρ. με άσκηση πίεσης: ~ απορρίμματα/πλαστικά μπουκάλια. Ο αέρας ~εται. Οι τεκτονικές πλάκες ~ονται. ~σμένο: χαρτί (= πεπιεσμένο)/χώμα (= πατικωμένο, συμπαγές). ΑΝΤ. διογκώνω.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~σμένα: αρχεία/δεδομένα. Βίντεο/εικόνα/ήχος σε ~σμένη μορφή. ΣΥΝ. ζιπάρω. ΑΝΤ. αποσυμπιέζω. 2. (μτφ.) περιορίζω: ~ονται οι αρμοδιότητες/οι δαπάνες/τα εισοδήματα/τα κέρδη/οι μισθοί/οι πωλήσεις/οι τιμές/τα χρονικά περιθώρια. Πβ. ελαττώνω, περικόπτω, περιστέλλω, συρρικνώνω. [< αρχ. συμπιέζω ‘συνθλίβω’, αγγλ. compress]
  • συμπίεση συ-μπί-ε-ση ουσ. (θηλ.) 1. μείωση του όγκου σώματος, υλικού η οποία επιτυγχάνεται κυρ. με άσκηση πίεσης: θερμή/ψυχρή ~. (ΙΑΤΡ.) Θωρακικές ~έσεις (βλ. καρδιοπνευμονική αναζωογόνηση). ~ αερίου/ατμών/εδαφών/πλακών. Με τη ~ αυξάνει η πυκνότητα του μείγματος. ΑΝΤ. διόγκωση.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Απωλεστική ~. ~ αρχείων/βίντεο/εικόνας/ήχου. Πρόγραμμα ~ης. ΑΝΤ. απο~. || ~ εδάφους. Βλ. κύλινδρος. 2. (μτφ.) ελάττωση, περιορισμός: ~ των δαπανών/επιτοκίων/του κόστους/των μισθών/τιμών. Πβ. μείωση, περικοπή, περιστολή, συρρίκνωση. [< αρχ. συμπίεσις ‘συνθλιψη’, αγγλ. compression]
  • συμπιέσιμος , η, ο συ-μπι-έ-σι-μος επίθ. (λόγ.): συμπιεστός.
  • συμπιεστής συ-μπι-ε-στής ουσ. (αρσ.): ΤΕΧΝΟΛ. μηχανισμός συμπίεσης συνήθ. ρευστών: μηχανικός/περιστροφικός/φυγοκεντρικός/ψυκτικός ~ (βλ. κλιματιστικό). ~ αέρα (ΑΝΤ. απο~)/ροής. Βλ. στροβιλο~, υπερ~.|| ~ απορριμμάτων. [< γαλλ. compresseur, αγγλ. compressοr]
  • συμπιεστικός , ή, ό συ-μπι-ε-στι-κός επίθ.: που προκαλεί συμπίεση: ~ή: δύναμη/τάση.|| (ΙΑΤΡ.) ~ή: περικαρδίτιδα. ~ό: κάταγμα (της σπονδυλικής στήλης).|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ός: αλγόριθμος. [< γαλλ. compressif]
  • συμπιεστός , ή, ό συ-μπι-ε-στός επίθ. (επιστ.): που μπορεί να συμπιεστεί: ~ός: αέρας. ~ή: ροή. ΣΥΝ. συμπιέσιμος [< γαλλ. compressible]
  • συμπιεστότητα συ-μπι-ε-στό-τη-τα ουσ. (θηλ.): ΦΥΣ. η ιδιότητα των σωμάτων να μειώνεται ο όγκος τους υπό την επίδραση μηχανικής πίεσης. Βλ. -ότητα. [< γαλλ. compressibilité]

κύλινδρος

κύλινδρος κύ-λιν-δρος ουσ. (αρσ.) {κυλίνδρ-ου} 1. ΓΕΩΜ. στερεό με δύο παράλληλες και ίσες μεταξύ τους κυκλικές βάσεις και καμπύλη παράπλευρη επιφάνεια: ελλειπτικός/ορθός/παραβολικός/πλάγιος/υπερβολικός ~. Γενέτειρα/όγκος/ύψος ~ου. Βλ. κύβος, πρίσμα. 2. (κατ' επέκτ.) οτιδήποτε έχει κυλινδρικό σχήμα: (ΤΕΧΝΟΛ.) ογκομετρικοί (: σε χημικά εργαστήρια)/περιστρεφόμενοι (βλ. τύμπανα) ~οι. Υδραυλικοί ~οι ανύψωσης. ~οι συμπίεσης εδάφους (βλ. (οδο)στρωτήρας). ~οι πεπιεσμένου αέρα/υγραερίου. ~ αντλίας/γραφομηχανής/πιεστηρίου (βλ. πρέσα). ~ για διαμόρφωση φύλλων λαμαρίνας. ~ βαφής/ισοπέδωσης (βλ. κυλίνδρωση). Κατασκευή χαρτιού σε ~ους (= ρολά). Τυλίγουμε το νήμα γύρω από τον ~ο (πβ. μασούρι). Βλ. ρόλεϊ, τόπι. || ~ ζαχαροπλαστικής. Πβ. πλάστης. 3. ΜΗΧΑΝΟΛ. κυλινδρικό τμήμα μηχανής εσωτερικής καύσης μέσα στο οποίο παλινδρομεί έμβολο: ~ από χυτοσίδηρο. Κεφαλή ~ου (= κυλινδροκεφαλή). Ο κινητήρας διαθέτει/έχει έξι ~ους (= εξα~). Βλ. δι~, πεντα~, τετρα~, κυβ-, κυλινδρ-ισμός. 4. ΦΙΛΟΛ. χειρόγραφο από πάπυρο ή περγαμηνή, τυλιγμένο γύρω από κυλινδρική ράβδο. Βλ. κώδικας. 5. ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. {στον πληθ.} μικροσκοπικό πρωτεϊνικό στοιχείο κυλινδρικής μορφής που εντοπίζεται στα ούρα: λευκοκυτταρικοί ~οι. ~οι ερυθρών αιμοσφαιρίων. [< 1,2,4: αρχ. κύλινδρος 2,5: γαλλ. cylindre 2: γαλλ. rouleau 3: γαλλ. cylindrée]

-ότητα

-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη). 2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.