Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • συμπολεμώ [συμπολεμῶ] συ-μπο-λε-μώ ρ. (αμτβ.) {συμπολεμ-άς, -ά ..., -ώντας | συμπολέμ-ησα}: μάχομαι από κοινού με άλλους, στο πλευρό τους: ~ήσαμε στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (βλ. συνυπηρετώ). [< αρχ. συμπολεμῶ]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.