Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • συμπόρευση

    συ-μπό-ρευ-ση ουσ. (θηλ.): κοινή πορεία και δράση, σύμπλευση: αγωνιστική/δημιουργική/ειρηνική/ιδεολογική/πλήρης/πολιτική ~ (πβ. συμφωνία, ταύτιση). ~ με την Ευρώπη (πβ. εναρμόνιση, ευθυγράμμιση). ~ των πολιτικών δυνάμεων. Πβ. συναγωνιστικότητα, συνεργασία, συνοδοιπορία. [< μεσν. συμπόρευσις]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.