συμφιλιώνω συμ-φι-λι-ώ-νω ρ. (μτβ.) {συμφιλίω-σα, συμφιλιώ-θηκα, -μένος, συμφιλιών-οντας} 1. επεμβαίνω και αποκαθιστώ τις διαταραγμένες σχέσεις μεταξύ ατόμων ή ομάδων: Προσπάθησε να τους ~σει (= να τους τα ξαναφτιάξει). ~θηκαν μεταξύ τους (= τα βρήκαν). Οι λαοί πρέπει να ζούνε ~μένοι (πβ. μονοιασμένος). Πβ. αδελφώνω, συνδιαλλάσσω, φιλιώνω.2. (μτφ.) συμβιβάζω αντίθετες μεταξύ τους ιδέες, καταστάσεις: Με την τέχνη της πέτυχε να ~σει τις αντιμαχόμενες τάσεις. Στην ταινία ζωή και θάνατος ~ονται. Πβ. εναρμονίζω. ● Παθ.: συμφιλιώνομαι: (μτφ.) αποδέχομαι κάτι συνήθ. δυσάρεστο, εξοικειώνομαι μαζί του: Είναι ~μένη (= συμβιβασμένη) με τη μοίρα της. ● ΦΡ.: συμφιλιώνομαι με την ιδέα βλ. ιδέα [< μεσν. συμφιλιώ, συμφιλιώνομαι, 14ος αι.]
ιδέα
ιδέα [ἰδέα] ι-δέ-α ουσ. (θηλ.) {ιδε-ών} 1. κάτι που υπάρχει μόνο στον νου, αφηρημένη έννοια· ιδανικό, ιδεώδες: αόριστη/ασαφής/γενική ~. Εγκαταλείπω/εφαρμόζω/καλλιεργώ/υλοποιώ μια ~. Εμπνευστής/πρωτεργάτης/υπέρμαχος μιας ~ας. Διαμόρφωση/επεξεργασία/σύλληψη ~ών. Από παλιά μού είχε καρφωθεί η ~ να γίνω δημοσιογράφος. Μου πέρασε από το μυαλό η ~ να τον καλέσω. Με τρομάζει η ~ (= σκέψη) να ταξιδεύω μόνη. Τρέμει στην ~ και μόνο ότι θα μείνει άνεργος. Όλα είναι μια ~.|| Η ~ της δημοκρατίας/της δικαιοσύνης/του έθνους/της ελευθερίας/του Θεού/των Ολυμπιακών Αγώνων/της πατρίδας.2. σκέψη που εκφράζεται ως πρόταση, πρόθεση για κάτι: ανατρεπτική/ανόητη/αντισυμβατική/απλή/αρχική/βασική (πβ. κόνσεπτ)/δημιουργική/εναλλακτική/έξυπνη/επαναστατική/ευφυής/εφικτή/ξαφνική/πρωτότυπη/ριζοσπαστική/τολμηρή ~. Έχει καινοτόμες/λαμπρές/φρέσκες ~ες. Θαυμάσια ~ για δώρο. Διατυπώνω/προωθώ/στηρίζω μια ~. Ανταλλαγή/αξιολόγηση/διάδοση/έκθεση/έκφραση/πλούτος/σύνθεση ~ών. Μια ~ γεννιέται/ωριμάζει. Το μυαλό του όλο κατεβάζει ~ες (= έχει φαντασία, επινοητικότητα). Δεν έχω καθόλου ~ες (πβ. έμπνευση). Η ~ (= το σχέδιο, ο σκοπός) ήταν να ... Είχε την ~ να ... Σε ποιον ανήκει η ~ για ...; Καμιά ~ για βόλτα; Ωραία ~! (προφ.) Όλο ~ες είσαι, αλλά στην πράξη τίποτα. Πβ. επινόηση, σύλληψη.3. γενική εικόνα, εντύπωση: Να σου δώσω/πάρε μια ~ για το θέμα.|| Έχω την ~ ότι είσαι προκατειλημμένος (πβ. αίσθηση, υποψία).|| ~ μου ήταν ή όντως φάνηκε κάπως αμήχανος; Δεν αργήσαμε, (η) ~ σας είναι.4. άποψη, αντίληψη: αντικειμενική/υποκειμενική ~. Αναχρονιστική/κοινωνική/ξεπερασμένη/οικονομική/πολιτική/προοδευτική/σύγχρονη/συντηρητική ~. Εξτρεμιστικές/μοντέρνες ~ες. Υπερασπίζομαι τις ~ες μου. Οι ~ες ενός συγγραφέα (πβ. ιδεολογία, κοσμοθεωρία, φιλοσοφία). Δεν έχει καλή ~ για τον φίλο μου.5. ΦΙΛΟΣ. (στην πλατωνική φιλοσοφία) υπερβατική οντότητα της οποίας τα αντικείμενα του αισθητού κόσμου είναι ατελείς αναπαραστάσεις: ο κόσμος των ~ών. Βλ. αρχέ-, πρό-τυπο. ● ΣΥΜΠΛ.: Μεγάλη Ιδέα1. ΙΣΤ. πολιτικό και εθνικό ιδεώδες, καθώς και το σύνολο των ενεργειών της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής κατά τον 19ο και τις αρχές του 20ού αι. για την απελευθέρωση των αλύτρωτων ελληνικών πληθυσμών και τη δημιουργία μεγαλύτερου σε έκταση ελληνικού κράτους. Βλ. αλυτρωτισμός. ΣΥΝ. μεγαλοϊδεατισμός 2. (μτφ.) μεγαλεπήβολο, φιλόδοξο σχέδιο ή πρόταση., ελευθερία (της) γνώμης/(της) έκφρασης/(των) ιδεών/(του) λόγου βλ. ελευθερία, έμμονη ιδέα βλ. έμμονος, ευρωπαϊκή ιδέα βλ. ευρωπαϊκός, φαεινή ιδέα βλ. φαεινός ● ΦΡ.: βάζω ιδέες (σε κάποιον)/βάζω (κάποιον) σε ιδέες (προφ.): του προκαλώ σκέψεις, επιθυμίες: Η πρότασή σου μου έβαλε ιδέες. Ένας φίλος αγόρασε μηχανή και με έβαλε σε ιδέες (ενν. να αγοράσω και εγώ)., δεν έχω ιδέα: δεν έχω ούτε τη στοιχειώδη γνώση για κάτι: ~ ~ για το θέμα/πώς τη λένε. Δεν έχει ~ (= δεν σκαμπάζει) από μαθηματικά.|| Έχει κανείς ~ περί τίνος πρόκειται;, δεν έχω την παραμικρή ιδέα (εμφατ.): δεν γνωρίζω καθόλου: Δεν έχουν ~ τι συνέβη. Ξεκινήσαμε, χωρίς να έχουμε ~ πού πάμε.|| Έχεις ~ (= ξέρεις) πόσο γελοίο είναι αυτό που κάνεις; [< γαλλ. je n' ai pas (le moindre) idée] , έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του: νομίζει ότι είναι πολύ σπουδαίος, είναι αλαζόνας. Πβ. καβάλησε το καλάμι. [< γαλλ. avoir une haute idée de soi] , μια ιδέα: πάρα πολύ λίγο, ελάχιστα: Το χρώμα έπρεπε να ήταν ~ ~ πιο σκούρο. (σε συνταγή) ~ ~ αλάτι/ζάχαρη. ~ ~ από γαρίφαλο. [< γερμ. eine Idee] , μου βάζει (κάποιος)/μου ήρθε μια ιδέα: κάποιος μου δίνει μια ιδέα ή συλλαμβάνω μια σκέψη: Ένας φίλος μού έβαλε την ιδέα να εκδώσω το έργο μου.|| Μου ήρθε μια ~. Πβ. μου κατεβαίνει (στο κεφάλι/στο μυαλό)., μου μπήκε μια ιδέα/μου μπαίνουν ιδέες (προφ.): σκέφτομαι, επιθυμώ ή υποψιάζομαι κάτι: Μου έχει μπει η ~ να κάνω ένα ταξίδι. Δεν πρόκειται να έρθω, μη σου μπαίνουν ~. Πβ. μου μπαίνει/καρφώνεται (κάτι) στο μυαλό/κεφάλι., συμφιλιώνομαι με την ιδέα (μτφ.): αποδέχομαι κάτι, κυρ. δυσάρεστο: ~ ~ του χωρισμού. Έχει συμφιλιωθεί ~ ότι θα ζήσει μακριά από τους δικούς του., χάνω πάσα ιδέα: νιώθω έντονη απογοήτευση, εκπλήσσομαι συνήθ. αρνητικά για κάποιον ή κάτι: Έχω χάσει ~ ~ με αυτά που συμβαίνουν. Έχασα ~ ~ για σένα/για το άτομό σου., αλλάζω/γυρίζω σε κάποιον μυαλά/κεφάλι/ιδέες βλ. αλλάζω, παίρνω ιδέες βλ. παίρνω, ρίχνω την ιδέα/την πρόταση βλ. ρίχνω [< 1,2,3,4: γαλλ. idée, γερμ. Idee, αγγλ. idea 5: αρχ. ἰδέα]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.