συμφυρμός συμ-φυρ-μός ουσ. (αρσ.) 1. ανάμειξη ετερόκλιτων στοιχείων συνήθ. με τυχαίο τρόπο: Στο έργο του έχει γίνει ~ διαφόρων θρησκευτικών και μαγικών αντιλήψεων. Πβ. αμάλγαμα, σύμφυρμα, συνονθύλευμα. Βλ. πάντρεμα. ΣΥΝ. ανακάτεμα (2), σύμφυρση (1) 2. ΓΡΑΜΜ. σχηματισμός λέξης με τυχαία συνένωση τμήματος δύο ή περισσοτέρων λέξεων: Η λέξη "διάτανος" προέκυψε από τον ~ό των λέξεων "διάβολος" και "σατανάς". [< 1: μτγν. συμφυρμός 2: γαλλ. contamination, 1906]
πάντρεμα
πάντρεμα πά-ντρε-μα ουσ. (ουδ.) {παντρέμ-ατα} 1. (μτφ.) σύνθεση, συνδυασμός ετερόκλιτων συνήθ. στοιχείων: το ~ του κλασικού με το μοντέρνο/της τεχνολογίας και της εκπαίδευσης. Το ~ των πολιτισμών/των χρωμάτων. Μουσικά ~ατα. Η παράσταση είναι ένα ~ χορού και θεάτρου. Πβ. σύζευξη, (συν)ταίριασμα. ΣΥΝ. ζευγάρωμα (2) 2. (σπάν.) παντρειά.
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.