συμφωνητικό συμ-φω-νη-τι-κό ουσ. (ουδ.): έγγραφο στο οποίο αναγράφονται και κατοχυρώνονται νομικά οι όροι μιας συμφωνίας: ιδιωτικό ~. ~ δανείου/εξαγοράς/επαγγελματικής μίσθωσης/συνεργασίας/σύστασης εταιρείας. Βλ. συμβόλαιο. [< μεσν. συμφωνητικόν]
συμβόλαιο
συμβόλαιοσυμ-βό-λαι-ο ουσ. (ουδ.) {συμβολαί-ου}: ΝΟΜ. γραπτή συμφωνία μεταξύ δύο ή περισσοτέρων φυσικών ή νομικών προσώπων, με την οποία οι συμβαλλόμενοι δεσμεύονται απέναντι στους όρους της και ειδικότ. σύμβαση εργασίας· συνεκδ. το σχετικό επίσημο έγγραφο: αποκλειστικό/ασφαλιστήριο/διετές/δισκογραφικό/επαγγελματικό/μεταβιβαστικό/μισθωτήριο/προγαμιαίο/προθεσμιακό/συνταξιοδοτικό/τηλεοπτικό/(μτφ.) χρυσό ~. ~ γονικής παροχής/πώλησης (κατοικίας)/συνεργασίας/συντήρησης (εξοπλισμού)/τεχνικής υποστήριξης. Αθέτηση/αναπροσαρμογή/αξία/διακοπή/εξαγορά/επέκταση/καταγγελία/λύση/όροι/παραβίαση του ~ου.|| ~ διάρκειας ενός έτους/ύψους ... ευρώ. Έκλεισε/έχει συνάψει ~ με την εταιρεία ... Ακύρωσε/ανανέωσε/έσπασε το ~ό του. Ο παίκτης δεσμεύεται με ~/θα τιμήσει το ~ό του (ενν. με την ομάδα). Το ~ό της με τον (τηλεοπτικό) σταθμό λήγει το καλοκαίρι. (μτφ.) Κανείς δεν κάνει ~ με την επιτυχία (: δεν είναι δεδομένη).|| Αντίγραφο ~ου. Η αξία του ακινήτου αναγράφεται στο ~. Το όνομα του παίκτη θα ανακοινωθεί, μόλις πέσουν οι υπογραφές στα ~α. (συνήθ. για συμβολαιογράφο) Ανέλαβε τη σύνταξη του οριστικού ~ου. Πβ. συμφωνητικό. Βλ. προσύμφωνο. ● ΣΥΜΠΛ.: κοινωνικό συμβόλαιο: συμφωνία, πραγματική ή υποθετική, μεταξύ των μελών μιας κοινωνίας, βάσει της οποίας καθένα από αυτά παραχωρεί τα φυσικά του δικαιώματα, με αντάλλαγμα έννομα δικαιώματα στο πλαίσιο οργανωμένου κράτους. [< αγγλ. social contract, 1660, γαλλ. contrat social] , λευκό συμβόλαιο: (κυρ. για αθλητή) που δεν αναγράφεται η αμοιβή του ή εμφανίζεται ότι δεν εισπράττει χρήματα: πρακτική ~ών ~ων (: για φοροαποφυγή και των δύο συμβαλλομένων). Έρχομαι στην ομάδα και με ~ ~ (: χωρίς αποδοχές)., συμβόλαιο τιμής: προφορική δέσμευση για εκπλήρωση υπόσχεσης, τήρηση συμφωνίας: (σε προεκλογικό λόγο) Το πρόγραμμά μας είναι ~ ~ με τον λαό., κλειστό συμβόλαιο βλ. κλειστός, συμβόλαιο θανάτου βλ. θάνατος ● ΦΡ.: ο λόγος κάποιου είναι συμβόλαιο/νόμος & (σπάν.) σπαθί (προφ.-μτφ.): για πρόσωπο που τηρεί τις υποσχέσεις του, που είναι άξιο εμπιστοσύνης., στα συμβόλαια (προφ.): στη φάση των τελικών διαπραγματεύσεων πριν ή μέχρι και την οριστική υπογραφή ενός συμβολαίου: Βρήκαμε σπίτι για αγορά και τώρα είμαστε ~ ~. [< αρχ. συμβόλαιον, γαλλ. contrat, αγγλ. contract]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.